Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αλάθητο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
αλάθητο [aláθito] το, gen
  • also αλαθήτου (& αλάθητον) (L) inerrancy, inerrability, infallibility (syn in αλάθευτο):
    • το αλάθητον της Eκκλησίας the infallibility of the Christian Orthodox Church (consisting of the decisions of its Ecumenical Councils) |
    • το ~ του πάπα the infallibity of the Pope |
    • δεν πιστεύω στο αλάθητό τους |
    • κάποιος πολιτικός ηγέτης, μεγάλος θιασώτης κι αυτός του αλάθητου του Eθνικού Kέντρου (Christidis) |
    • δεν είναι ποτέ απόλυτα τίμιο να πιστεύης ατράνταχτα στη δική σου την αλήθεια, στο αλάθητό σου (Terzakis) |
    • κάθε στοχαστικό πρόσθεμα του μυαλού έβανε σε κίνδυνο το ~ των αισθήσεων (Athanasiadis-N) |
    • poem ένα είναι το ορθό, ένα το ~ που γέρνουνε και γερνούνε (Papatsonis)

[substantiv. n of αλάθητος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αλάθητος -η -ο [aláθitos] Ε5 : α.που δεν κάνει (ποτέ) λάθος· αλάθευτοςβ, άσφαλτος: Tο αλάθητο ένστικτό του τον οδηγούσε πάντα στο σωστό δρόμο. Aλάθητη κρίση. Aλάθητο κριτήριο. Οι δικαστές δεν είναι αλάθητοι. Mόνον ο Θεός είναι ~. β. που δε μας οδηγεί σε λαθεμένη γνώμη, δεν παραπλανά: Ολοφάνερα και αλάθητα σημάδια του επερχόμενου τέλους. γ. (ως ουσ.) το αλάθητο, η χαρισματική συνήθ. ικανότητα κάποιου να μην κάνει λάθη: Tο αλάθητο του πάπα / της Εκκλησίας. Πιστεύουν στο αλάθητο της πολιτικής ηγεσίας. αλάθητα ΕΠIΡΡ: Mαντεύω ~ το μέλλον.

[λόγ. < ελνστ. ἀλάθητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αλάθητος, -η, -ο [aláθitos] (L)
  • ① containing no errors, faultless, accurate, excellent (syn in αλάθευτος 1):
    • τίποτε στη φύση το αλάθητο |
    • ήταν κάτι τέλειο, αλάθητο |
    • το γραπτό του ήταν αλάθητο |
    • ενήργησε με αλάθητο τρόπο infallibly (syn αλάθητα) |
    • αλάθητο κριτήριο |
    • ένα αλάθητο σημάδι τού κλ |
    • όλ' αυτά θα γίνουν, γιατί τα προλέγουν τα αλάθητα σημάδια του ουρανού (Vacalop) |
    • το ζο κοιτούσε τον Xρ. ... σα να ξεχώριζε με αλάθητη γνώση τον καλόν από τον κακόν άνθρωπο (Bastias) |
    • να το ζητήσανε (sc οι άνθρωποι το ψάρι) με την αλάθητη σοφία και τη μυρουδιά του ανήξερου; (id.) |
    • το ένα και αλάθητο πιστεύω μας (Papatsonis) |
    • ρήματα αλάθητα |
    • το αλάθητο, το αμάχητο τεκμήριο (Panagiotop) |
    • αλάθητη διάγνωση |
    • τη διαίσθησή του την είχε για αλάθητη (Papatsonis) |
    • ολοφάνερα και αλάθητα σημεία του επερχόμενου τέλους (transl of Mango) |
    • το αλάθητο ένστικτο της ποιητικής ιδιοσυγκρασίας του (Peranthis) |
    • το ηθικό αίσθημα δεν είναι ένα αλάθητο όργανο (Papanoutsos) |
    • αυτό το έχει νοιώσει με το αλάθητο ένστικτό του ο λαός μας (id.) |
    • τη συνέπεια ανάμεσα στο ένστικτο και την πράξη το κοινό τη διαισθάνθηκε με την αλάθητη εκείνη όσφρηση που διαθέτει κλ (Chatzinis) |
    • μια θεωρία προβάλλεται σαν κεκτημένο πια αγαθό και σαν αλάθητο δόγμα (Tsatsos) |
    • διάφορα είδωλα, που τα είχαν πριν για απείραχτα και αλάθητα, π.χ. την ανατολίτικη ζωή (Dragoumis) |
    • τ' όμορφο άγαλμα, το αλάθητο σάρκινο δημιούργημα της φύσης (Karagatsis)
  • ② not making mistakes, unerring, inerrant, inerrable, infallible (syn αλάθευτος 2):
    • κανείς δεν είναι ~ σ' αυτό τον κόσμο |
    • υπάρχουν αρμόδιοι σοφοί, αλλά αλάθητοι δεν είναι |
    • οι δικαστές δεν είναι αλάθητοι |
    • ο γιατρός μου είναι ~ στις διαγνώσεις του |
    • ο ~ μάντης |
    • ο ~ πάπας |
    • ο πάπας είναι αντιπρόσωπος του Θεού στη γη, ~ (Theodoridis) |
    • ένα ον απόλυτο, προικισμένο με όλες τις τελειότητες, αλάθητο, όπως είναι κατά το χριστιανικό δόγμα ο Θεός (Papanoutsos) |
    • συνείδηση, ... αλάθητε κριτή του καλού και του κακού (id.) |
    • ο αυτοκράτορας άμεμπτος, ~, μόνος ικανός να επικοινωνή με τα πνεύματα (Panagiotop)

[fr K, ByzG, PatrG ἀλάθητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες