Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάθητα [aláθita] adv (L)
- unerringly, infallibly, correctly (syn in αλάθευτα 1):
- το μυαλό της δούλευε ~ η συνάντηση είχε προβλεφθή ~ |
- (ένα γεγονός, ο βομβαρδισμός) σε κάνει να μαντεύης ~ το μέλλον (Chatzinis) |
- οι μολυβένιες πλάκες με τους καταδέσμους που τοποθετούν στους τάφους μαρτυρούν ~ την πίστη στη δύναμη των νεκρών να κάνουν κακό (Kakridis transl of Nilsson) |
- ο άνθρωπος δεν κινείται ~ και απαρέγκλιτα για την άξια τέλεση της ζωής του (Despotop)
[der of αλάθητος]
- unerringly, infallibly, correctly (syn in αλάθευτα 1):