Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάδωτος -η -ο [aláδotos] Ε5 : που δε λαδώθηκε, δεν αλείφτηκε με λάδι. α. που δεν του προσθέσαμε λάδι: Aλάδωτο φαΐ. || (λαϊκότρ.) Aλάδωτη μέρα, ημέρα νηστείας. β. που δε λιπάνθηκε με λάδι: Aλάδωτη μηχανή. γ. (λαϊκ., μτφ.) που δε δωροδοκήθηκε: ~, δε θα μας την κάνει τη δουλειά. ΦΡ αλάδωτη ρόδα δε γυρίζει, χωρίς δωροδοκία δε γίνεται τίποτα. δ. (λαϊκότρ., περιφρονητικά για αλλόθρησκους, επειδή δε χρίστηκαν με λάδι) αβάφτιστος.
[α- 1 λαδώ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάδωτος1 [alá∂otos] ο, αλάδωτη [alá∂oti] η,
- one not anointed w. chrism, unbaptized person, Jew (syn ο αβάφτιστος, ο Eβραίος):
- ο Pωμιός συνταξιδιώτης μου βλαστημούσε θωρώντας τους αλάδωτους κ' έφτυνε (Kazantz)
[substantiv. m of αλάδωτος2 sense 4]
- one not anointed w. chrism, unbaptized person, Jew (syn ο αβάφτιστος, ο Eβραίος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάδωτος2, -η, -ο [alá∂otos]
- ① to whom or which no oil was added, lacking olive oil, oilless (ant λαδωμένος):
- αλάδωτο φαΐ |
- έφαγα αλάδωτα χόρτα
- ⓐ ημέρα αλάδωτη strict fast day
- ② not oiled, unoiled (ant λαδωμένος):
- μηχανή αλάδωτη, αλάδωτο εργαλείο |
- αλάδωτο παλάντζο |
- τουφέκι αλάδωτο
- ⓑ not smeared, not stained w. oil
- ③ fig unbribed or unbribable (syn in αδέκαστος 1, ant λαδωμένος, πουλημένος):
- είναι δικαστής ~ |
- δεν έμεινε ~ ούτε ο υπουργός |
- fig αλάδωτη ρόδα δε γυρίζει nothing happens without bribes
- ④ unanointed w. chrism, unbaptized, Jewish (syn αβάφτιστος, αμύρωτος)
[cpd w. λαδωτός: λαδώνω]
- ① to whom or which no oil was added, lacking olive oil, oilless (ant λαδωμένος):