Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλάβαστρο το [alávastro] Ο42 & αλάβαστρος ο [alávastros] Ο19 : α.λευκός ημιδιαφανής λίθος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κοσμημάτων και κομψοτεχνημάτων: Πλάκες από ~ με ανάγλυφη διακόσμηση. β. μυροδοχείο ή άλλο αντικείμενο από αλάβαστρο. || άρωμα, μύρο σε αλαβάστρινο δοχείο.
[λόγ. < ελνστ. ἀλάβαστρον τό, αρχ. ἀλάβαστρος ὁ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλάβαστρο [alávastro] το, (& rarely [also Kazantz] αλάβαστρος, ο)
- ① alabaster (syn λιθομάργαρο):
- βάζο αλαβάστρου (Christianop) |
- άγαλμα απ' ~ |
- έβλεπες το μέτωπό της να γίνεται παράξενα φεγγερό σαν κομμένο σε φτενό ~ (Terzakis) |
- λαβές από ~ και ελεφαντοστούν (Penteas) |
- διακρινόταν ολοένα και περισσότερο στα γεωμετρικά της σχήματα σαν καμωμένη από ωχρορόδινο ~ η ποθητή, η νοσταλγημένη γενέτειρα (Kokkinos) |
- poem όπως μοιάζεις σα σε λάκκα χαραγμένη, | σαν σε αλάβαστρον απάνω σκαλιστή (Malakasis) |
- ν' ανοίξω ομπρός σου την καρδιά, σα μυρεψός τ' ~ των μύρων (Barlas) |
- αγαπημένη, | μην κλαις, μα σίμωσε και δος μου | το χέρι σου τ' ~ (Karyotakis)
- ⓐ synecd alabaster image (syn αλαβάστρινο ομοίωμα):
- έτσι χυμάς και συ μέσα στον ~ τούτον (sc τον αλαβάστρινο Bούδα) και χάνεσαι (Kazantz)
- ⓑ miner αλάβαστρον ασβεστολιθικόν calcareous alabaster
- ② alabaster ointment jug or scent bottle (syn μυροδοχείο):
- το αντικείμενο δεν είναι τόσο μακρουλό, ώστε να το ταυτίσουμε με ένα ~ (Bakalakis) |
- folks. η άμπαρη ξεθύμανε κι έσπασε τ' ~ (Theros) |
- poem ν' ανοίξω ομπρός σου την καρδιά, σα μυρεψός τ' ~ των μύρων (TBarlas)
- ⓒ synecd scent kept in an alabaster container (syn άρωμα or μύρο σε αλαβάστρινο δοχείο)
[fr K ἀλάβαστρον & ἀλάβαστρος]
- ① alabaster (syn λιθομάργαρο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαβαστροθήκη [alavastroθíci] η,
- ① case made of alabaster
- ② arche. box or casket containing alabaster flasks or vases
[fr AG, K ἀλαβαστροθήκη bes ἀλαβαστοθήκη, cpd w. θήκη]