Παράλληλη αναζήτηση
455 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άλα [ála] επιφ. : (οικ.) α. για έκφραση ενθουσιασμού που προτρέπει σε (ζωηρή) κίνηση· εμπρός: ~, παιδιά, και τους φάγαμε. ~, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα. β. για έκφραση ενθουσιασμού ή θαυμασμού για κτ. που κάνει ή έχει κάποιος· μπράβο: ~ (της) κουστούμι / μαλλί! || ~ της.
[βεν. ala! `κουράγιο!΄, επιφ. των ναυτικών σε φουρτούνα για να δώσουν θάρρος ο ένας στον άλλο (αρχική σημ.: `φτερό΄)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλά [ala] επίρρ. : (οικ.) (βλ. και αλα-)· δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ή υπονοείται μέσα στην πρόταση γίνεται με τον τρόπο που αναφέρει το επίρρημα που ακολουθεί: ~ κλέφτικα.
[λόγ. < γαλλ. à la και μέσω του ιταλ. alla]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άλα [ála] interj
- of incitement, advance, (go) ahead (syn εμπρός):
- ~ ~! or ~! |
- ~ στο κουπί! |
- ~, παιδιά, και το πιάσαμε |
- ~, κουράγιο |
- ~ εμπρός και τους φάγαμε |
- ~, παιδιά, και φτάσαμε (Karkavitsas) |
- ~, γέρο, πήρε να φρεσκάρει. Aβάρα να φεύγουμε (Nirvanas) |
- folks. ~, μπρε παιδιά, άλατε τα κουπιά σας | να το φθάξωμεν αυτό που λάμπ' εμπρός μας (Amorgos)
[fr Ven ala ala 'idem']
- of incitement, advance, (go) ahead (syn εμπρός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλά [alá] (sp. also αλλά) prep
- in the way, the mode, fashion, the style of, a la, as, like (syn όπως, σαν):
- ~ Pούσια in the Russian style |
- η ρομαντική του φούρια ξεθύμανε στη λατρεία των αρχαίων τραγικών ~ Γκαίτε (Palam) |
- έβαλε μέσα και σκηνές ... με πεζά και χοντρόλογα ~ Σαίξπηρ (id.) |
- μελοδραματικά ξελαρυγγίσματα ~ ιταλικά (Chourmouziadis) |
- αγκινάρες ~ Πολίτα artichokes prepared in the style of Poli (= Constantinople), à la Polita |
- ~ Σπετσιώτα prepared as in Spetses |
- ρύζι ~ Mιλανέζα rice cooked in Milanese style |
- ακόμα θυμάμαι ... τα θαυμάσια κοτόπουλα ~ χωριάτα που μας σερβίριζαν στο τραπέζι τους (Xenop) |
- ένα μούτρο μακρουλό ~ Γκρέκο, μίγμα μυστικισμού, ερωτισμού και σεμνότητας (Myriv) |
- πριν φτάσουμε στη Bιέννη, τα χωράφια με τα σπιτάκια ~ Nτίσνεϋ χτισμένα στις όχθες του Δούναβη ... αναδίδουν μια μαγεία (Chatzinis)
[fr Fr à la or It alla]
- in the way, the mode, fashion, the style of, a la, as, like (syn όπως, σαν):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλα- [ala] : (οικ.) (βλ. και αλά)· πρόθημα τροπικών επιρρημάτων με ξενική προέλευση· δηλώνει ότι η ρηματική ενέργεια που μέσα στην πρόταση αναφέρεται ή υπονοείται, έγινε σύμφωνα με τον τρόπο που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: Kάθεται αλατούρκα, όπως κάθονται οι Tούρκοι, οκλαδόν. Aγκινάρες αλαπολίτα, όπως τις μαγειρεύουν, τις φτάχνουν στην Πόλη. Mακαρόνια αλαμιλανέζα. Mαλλιά αλαγκαρσόν, κομμένα κοντά, αγορίστικα. Περπατούσαν αλαμπρατσέτα, αγκαζέ. Tο ΄σκασε αλαγαλλικά, κρυφά.
[< επίρρ. αλά ως πρόθημα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλα- [ala] 1st me of cpds
- :
- αλααράπα, αλαγαλλικά, αλαμανιάτα, αλαρεμπέτα, αλατούρκα, αλαφράγκα
- etc
[fr Fr à la or It alla; cf αλά]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλα-σπετσιώτα [alaspetsjóta] adv
- in the Spetses style (syn σπετσιώτικα):
- ψάρι ~ (cf σπετσιώτικο στιφάδο) |
- συναγρίδα πλακί ~
[cpd w. Σπετσιώτα, f of Σπετσιώτης]
- in the Spetses style (syn σπετσιώτικα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αλαβαστρένιος -α -ο [alavastrénos] Ε4 : αλαβάστρινος.
[μσν. αλαβαστρένιος < αλάβαστρ(ον) -ένιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αλαβαστρένιος, -α, -ο [alavastrénjos]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβάστρινος 1):
- poem τα γιασεμιά, που ζήσανε χιονάτα μια στιγμή | στο αλαβαστρένιο ανθόβαζο, δεν είναι πια (Palam) |
- σ' αλαβαστρένια γάστρα ολογιομάτη | απ' αγνή ντόπια γη μοσκομυρίζει (id.)
- ② fig resembling alabaster, smooth and white like alabaster, alabastrine, alabaster (syn αλαβάστρινος 2):
- χέρια αλαβαστρένια |
- folks. στηθάκια αλαβαστρένια, βυζάκια στρογγυλά (Legrand) |
- poem πλήθος μαλλιά κυμάτιζαν | στο αλαβαστρένιο σώμα (Markoras) |
- τηρά εκεί στ' αλαβαστρένιο σου ποδάρι | πεταλούδα ωραία ζυγώνει (Mavilis) |
- κάτου από την αμυγδαλιά καθόσουν συ, Mαρία, | με τα μαλλιά τετράξανθα, μ' αλαβαστρένιο θώρι (id.)
- ⓐ fragile (like alabaster):
- το ταξίδι θα της ήτο ... επικινδυνότερο για την αλαβαστρένια της υγεία από το εφτάωρο επάνω στο μουλάρι σταύρωμα (Palam)
[der of αλάβαστρο ← AG ἀλάβαστρον (bes η -στρος) οr possibly fr MG *αλαβαστρέινος]
- ① made of alabaster, alabastrine, alabaster (adj) (syn αλαβάστρινος 1):
[Λεξικό Κριαρά]
- αλάβαστρη η.
-
- Aλάβαστρο:
- πέτρες λεγάμενες αλάβαστρες (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 119v).
[μτγν. ουσ. αλάβαστρος η. Αρσ. ‑ος και ουδ. ‑ο σήμ.]
- Aλάβαστρο: