Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακώλυτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακώλυτος -η -ο [akólitos] Ε5 : (λόγ.) που δεν κωλύεται, δεν εμποδίζεται· ανεμπόδιστος, απρόσκοπτος: Πρέπει να εξασφαλιστεί η ακώλυτη συνέχιση του έργου. ακώλυτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀκώλυτος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακώλυτος, -η, -ο [akólitos]
  • ① unhindered, unobstructed, unimpeded, free (syn ανεμπόδιστος, ελεύθερος):
    • η ακώλυτη διάβαση των στενών |
    • η ακώλυτη άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος |
    • με το ζήλο τους υπόσχονται ακώλυτη τη συνέχιση του έργου |
    • ακώλυτη πραγμάτωση της ενάργειας του θεού (Dragona-M)
  • ② legally or otherwise not forbidden, non-prohibited, free (syn όχι απαγορευμένος):
    • γίνεται ακώλυτο λαθρεμπόριο καπνού

[fr K ἀκώλυτος, cpd w. K κωλυτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες