Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακύμαντος -η -ο [akímandos] Ε5 : 1.που δεν έχει κύματα, κυματισμούς· ήσυχος, γαλήνιος: Aκύμαντη θάλασσα. T΄ ακύμαντα νερά της λίμνης. || Επίπεδη γη, ακύμαντη, χωρίς ένα βουνό, ένα λόφο. 2. (μτφ.) α. αδιατάρακτος, γαλήνιος, ήρεμος: Οι μικρές χαρές μιας ακύμαντης ζωής. β. αταλάντευτος, σταθερός: H πίστη του είναι ακύμαντη, χωρίς αμφιβολίες ή δισταγμούς.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀκύμαντος· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακύμαντος, -η, -ο [acímandos]
- ① unrippled, unruffled, waveless (syn ακύματος 1, ανεκύμαντος, ατάραχος, γαλήνιος, ant κυματιστός, ταραγμένος):
- το νερό της θάλασσας είναι ακύμαντο |
- ακύμαντα νερά |
- δυο τρία πλεούμενα σκίζουν τα σκούρα ακύμαντα νερά του ποταμιού (KParaschos) |
- (το νησί) κολυμπούσε απάνω στην ακύμαντη επιφάνεια των νερών (Nirvanas) |
- ακύμαντη θάλασσα, ακύμαντη λίμνη, ακύμαντη λιμνοθάλασσα |
- η ακύμαντη θάλασσα ήταν σαν γάλα (Karagatsis) |
- το ακύμαντο πέλαγο έλαμπε κάτω μας σα χάλκωμα (Prevelakis) |
- folks. ρηχή λιμνούλα ακύμαντη |
- poem στ' ακύμαντα της θάλασσας ατλάζια (Mavilis) |
- να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα στην καρδιά του χειμώνα (Seferis) |
- λίμνες ακύμαντες, νωθρές κι ωριοφλοίσβιστα ρυάκια (Skipis) |
- ταξιδευτής, ηύρα σ' ακύμαντα πελάγη | την Kαλυψώ και την πεντάμορφην Eλένη (Palam) |
- το Aιγαίο ήταν ακύμαντο (Venezis)
- ⓐ not moving, almost immobile, still (ant κυματιστός):
- από τα σπλάχνα της γης ξεχύθηκε στον ακύμαντο αέρα η κουφόβραση (Karagatsis) |
- ανάσανε την ακύμαντη ζεστασιά της κάμαρας που έστελνε η μπούκα του τζακιού (Plaskovitis) |
- poem κ' ενώ τα γνέφη αρμένιζαν σε ακύμαντον αέρα | και κύκλους κρεμαστούς (Malakasis)
- ⓑ without elevations (of surface of the earth), flat, level (syn ίσιος, καμπήσιος, ant λοφώδης):
- μπροστά μας ως πέρα απλώθηκε μια τριανταφυλλένια ακύμαντη έχταση (Kazantz) |
- της ακύμαντης πεδιάδας που ο Θεός τη δημιούργησε πατώντας τη με το πόδι του (Karagatsis) |
- η στέπα ξανοίγεται μπροστά μου ισόπεδη κι ακύμαντη (id.) |
- επίπεδη γη, ακύμαντη, χωρίς ένα βουνό, ένα λόφο (Venezis)
- ② fig undisturbed, calm, quiet (syn αδιατάρακτος, γαλήνιος, ήρεμος, ήσυχος):
- ~ βίος (L) |
- η ζωή τους είναι ακύμαντη |
- βρήκε στην ακύμαντη ζωή της μια περιπέτεια (Papantoniou) |
- απολαβαίνει τις φτηνές χαρές μιας ακύμαντης (ατομικής και συλλογικής) ζωής (Papanoutsos) |
- το κωμικό δε μπορεί να επιτελέση την ενέργειά του παρά με τον όρο να πέση απάνω σε μια ήρεμη και ακύμαντη ψυχικήν επιφάνεια (id.) |
- ακύμαντη από μίση και έριδες ζωή (Chourmouzios) |
- folks. να 'χη ζωήν ακύμαντη στων γηρατειών τα χρόνια |
- poem μάτια μεγάλα, εξωτικά σε ακύμαντο κρυστάλλι | ποτέ δεν καθρεφτίσανε μια κοσμική χαρά (Malakasis) |
- τότε μ' ακύμαντη φωνή στην τάξη αντίκρα στάσου (LAlexiou) |
- κι απομένεις γυμνή, θελκτική κι ακύμαντη, ω χαίρε λευτεριά (Kaftantzis)
- ⓒ non-fluctuating, invariable, solid, complete, perfect (syn αταλάντευτος, πλήρης, σταθερός, τέλειος, ant κυμαινόμενος, ασταθής, αμφίβολος):
- ακύμαντη σιγαλιά, ακύμαντη σιωπή |
- η πίστη του είναι ακύμαντη, χωρίς αμφιβολίες (Spandonidis)
- ⓓ finance not subject to sudden fluctuations, of prices, stock values etc:
- ακύμαντες τιμές
[fr K ἀκύμαντος ← AG]
- ① unrippled, unruffled, waveless (syn ακύματος 1, ανεκύμαντος, ατάραχος, γαλήνιος, ant κυματιστός, ταραγμένος):