Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακύμαντα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακύμαντα [acímanda] adv
  • without waves, smoothly, calmly (syn ακυμάτιστα, ant κυματιστά):
    • βλέποντας το νερό του μεγάλου ποταμού να περνάη ~, ήρεμα ανάμεσα στα τόξα της ρωμαλέας γέφυρας, ρεμβάζει ο ταξιδιώτης κλ (Melas)
  • ⓐ fig without disturbance, calmly, quietly (syn γαλήνια, ήρεμα, ήσυχα)

[der of ακύμαντος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες