Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακύμαντα [acímanda] adv
- without waves, smoothly, calmly (syn ακυμάτιστα, ant κυματιστά):
- βλέποντας το νερό του μεγάλου ποταμού να περνάη ~, ήρεμα ανάμεσα στα τόξα της ρωμαλέας γέφυρας, ρεμβάζει ο ταξιδιώτης κλ (Melas)
- ⓐ fig without disturbance, calmly, quietly (syn γαλήνια, ήρεμα, ήσυχα)
[der of ακύμαντος]
- without waves, smoothly, calmly (syn ακυμάτιστα, ant κυματιστά):