Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόρντο το [akórdo] Ο39 (χωρίς γεν.) : (μουσ.) συγχορδία1.
[ιταλ. accordo]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόρντο [akórdo] το, mus
- chord (syn L συγχορδία, ant παραφωνία, φάλτσο):
- με ακόρντα chordal |
- ~ με άρπισμα broken chord
[fr It accordo]
- chord (syn L συγχορδία, ant παραφωνία, φάλτσο):