Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόρεστος -η -ο [akórestos] Ε5 : I1.για το αίσθημα της πείνας ή της δίψας που δεν έχει ή που δεν μπορεί να κορεστεί, να ικανοποιηθεί. 2. (μτφ.) για συναίσθημα ή για ψυχική ανάγκη πολύ έντονη, που δεν μπορεί να την ικανοποιήσει κανείς με κανέναν τρόπο: ~ πόθος. Aκόρεστο πάθος. Aκόρεστες επιθυμίες. Ο άνθρωπος έχει μια ακόρεστη δίψα για γνώση. || ~ άνθρωπος, με ακόρεστα πάθη. II. (χημ.) που δεν έχει φτάσει στο όριο της περιεκτικότητάς του. ANT κεκορεσμένος: Aκόρεστη ένωση, που δεν περιέχει τον αριθμό ατόμων υδρογόνου που απαιτείται, για να φτάσει στο όριο του κορεσμού. Aκόρεστη διάλυση, που δεν περιέχει όλη την ποσότητα στερεάς ύλης που μπορεί να συγκρατήσει. Aκόρεστα λίπη.
ακόρεστα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: Ι: αρχ. ἀκόρεστος· ΙΙ: σημδ. γαλλ. insaturé]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόρεστος, -η, -ο [akórestos]
- ① insatiate or insatiable (syn άπληστος, αχόρταστος, ant χορτασμένος, χορτάτος, ολιγόφαγος):
- ~ άνθρωπος |
- ακόρεστη πείνα unappeased, unassuaged, or unappeasable hunger |
- ακόρεστη δίψα unquenched, unslaked, or unquenchable thirst (syn άσβηστη δίψα) |
- φλέγεται από μιαν ακόρεστη δίψα ζωής (Papanoutsos) |
- η ακόρεστη δίψα των ανθρώπων για το καινούργιο, για το άγνωστο (Dimaras) |
- ακόρεστη απληστία unquenchable insatiability |
- η όρεξη unsated appetite |
- ~ πόθος unsated or unappeasable desire |
- η πολιτισμένη ανθρωπότητα απέναντι στον ηλεκτρισμό παρουσιάζει μιαν ακόρεστη αδηφαγία (Papanoutsos)
- ⓐ not reaching the degree of saturation, unsaturated or unsaturable:
- ~ ατμός unsaturated steam
- ⓑ chem ακόρεστη ένωση unsaturated compound:
- ακόρεστη διάλυση dialysis not containing the total sum of the solid matter which it can hold
- ② unsatisfied or unsatisfiable, eager, covetous (syn ανικανοποίητος):
- ακόρεστο άτομο |
- ακόρεστο πνεύμα unsated spirit or mind |
- ακόρεστη περιέργεια |
- ακόρεστο πάθος |
- φλεγόταν από μια ακόρεστη φιλοδοξία |
- η ακόρεστη παρατήρηση των φαινομένων (Despotop) |
- μια ακόρεστη πνευματική λαιμαργία, που χαρακτηρίζει τη γενιά του, βρίσκει το όριό της στον Kαζαντζάκη (Dimaras) |
- οι υψηλές θρησκείες δεν θέλουν τίποτε άλλο παρά να ικανοποιήσουν αυτήν την ακόρεστη ορμή της ανθρώπινης ψυχής (Theodorakop) |
- ο λόγος, ο στοχασμός, αυτή η ακάθεκτη και ακόρεστη ορμή προς τη μεταλογική άκρη (Papanoutsos)
[fr K, AG ἀκόρεστος]
- ① insatiate or insatiable (syn άπληστος, αχόρταστος, ant χορτασμένος, χορτάτος, ολιγόφαγος):