Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόρεστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακόρεστα [akóresta] adv
  • ① insatiately or insatiably (syn άπληστα, αχόρταστα)
  • ② eagerly, covetously

[der of ακόρεστος; cf MG ακορέστως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες