Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόντιο το [akóndio] Ο42 : 1α.ξύλινο κοντάρι με σιδερένια αιχμή, ένα είδος μικρού δόρατος, που το χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα ως επιθετικό όπλο. β. (αθλ.) είδος ακοντίου που αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο στέλεχος, από μία μεταλλική αιχμή και από μία λαβή στο μέσο του στελέχους: Ρίχνω το ~. || ακοντισμός: Πρωταθλητής στο ~. 2. μικρό ξύλινο κοντάρι που χρησιμοποιείται ως τοπογραφικό όργανο.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀκόντιον· 2: σημδ. γαλλ. piquet]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόντιο [akóndio] το, (L)
- ① javelin (syn κοντάρι, L κοντός):
- ρίχνω το ~ |
- ~ βάσεως base plate, stake |
- milit~ σκοπεύσεως or σκοπευτικό ~ aiming post |
- ~ τοπογράφου aligning pole
- ② anc milit light hand-spear, javelin:
- folkt (ο καπνός) γέμιζε τα μάτια μου με μορφές, που κρατούσανε ακόντια και φορούσανε θώρακες (GAnastasiadi, Paramythia) |
- οι άντρες περιφέρονται μ' ένα μακρύ ~ που το κρατούν στο χέρι σαν σκήπτρο (Ouranis)
- ③ athl throwing the javelin, javelin throw (syn ακόντισμα 2, ακοντισμός 2):
- είναι καλός στο ~
[fr MG ακόντιον]
- ① javelin (syn κοντάρι, L κοντός):