Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόνισμα το [akónizma] Ο49 : η ενέργεια του ακονίζω. 1. Tο μαχαίρι θέλει ~, τρόχισμα. 2. (μτφ.) άσκηση πνευματικής ικανότητας: Tο ~ του μυαλού.
[ακονισ- (ακονίζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόνισμα [akónizma] το, (& rare ακόνημα)
- ① sharpening, whetting, setting, honing, giving a fine edge (syn τρόχισμα):
- ~ με τροχό grinding |
- ~ με λαδάκανο honing |
- ~ με σμυρίγλι emery grinding |
- μαχαίρια, ψαλίδια, ξουράφια γι' ~! (shouts the itinerant grinder) |
- το μαχαίρι θέλει ~
- ② fig exercising, sharpening, refining:
- ~ της ευαισθησίας μας |
- η καλλιέργεια του δημοτικού λόγου, το ~ και ο αναγκαστικός ... πλουτισμός (Melas) |
- η άμιλλα, η ομαδική εργασία, το ~ του μυαλού και της θέλησης (Theotokas) |
- (οι αφηρημένες θεωρίες για τη δικαιοσύνη) καλές είναι για το ~ του μυαλού στα χρόνια των ελεύθερων σπουδών (Roufos)
[der of ακονίζω; cf also MG ακονισμός]
- ① sharpening, whetting, setting, honing, giving a fine edge (syn τρόχισμα):