Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόνι
20 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακόνι το [akóni] Ο44 : εργαλείο κατάλληλο για τρόχισμα. || είδος σκληρής πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή του παραπάνω εργαλείου: Tροχίζω ένα μαχαίρι / ψαλίδι στο ~.

[μσν. ακόνι(ν) < ακόνιον υποκορ. του αρχ. ἀκόνη ἡ]

[Λεξικό Κριαρά]
ακόνι το.
  • Aκόνι:
    • (Eκατόλ. M 42).

[μτγν. ουσ. ακόνιον. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόνι [akóni] το,
  • ① whetstone, grindstone, hone (syn ακονόπετρα, L ακονόλιθος, ακονιστήρι, ακονίστρα):
    • ~ νερού waterstone |
    • ~ του λαδιού oilstone (syn λαδάκανο) |
    • ~ ξυραφιού razor stone (syn λαδάκονο) |
    • περνάω το μαχαίρι στ' ~ |
    • ακόνιζε πάντοτε τη γλώσσα σου στο ~ της αλήθειας (Vrettakos) |
    • η πείρα είναι ~ και είμαστε τυχεροί, αν μας ακονίση, χωρίς να μας συντρίψη (id.) |
    • δούλευε τ' ακόνια, που θα τροχιστούνε τα σπαθιά (Vlachogiannis) work on the whetstones that will sharpen the swords |
    • folks. πέντε μαχαίρια έβαλα στου μπουτσακτσή τ' ακόνι (Passow) |
    • έβαλε μέσ' τον τουρβά μου |
    • πέντε πίτες σαν ακόνια (DPetrop) |
    • poem ο λόγος άξιος και σφυρί και ~ (Palam) |
    • κ' οι δυο πλευρές του λάμψαν |
    • γυμνές |
    • σα να 'βγαιναν την ίδια τούτην ώρα από τ' ~ (Sikel) |
    • και στο ~ το δρεπάνι, |
    • σα να τρίζουν δόντια κάνει (Gryparis) |
    • είν' η ώρα που τροχίζεται σ' ~ η δυστυχία |
    • σαν το μαχαίρι η ανθρώπινη (Skipis)
  • ② = ακονάκι

[fr MG ακόνιν ← K ἀκόνιον, der of ακόνη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακονίζω [akonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κάνω την κόψη ή την αιχμή ενός μεταλλικού οργάνου πιο κοφτερή· τροχίζω1: ~ το μαχαίρι / το ξυράφι / το ψαλίδι. Tα σπαθιά είναι ακονισμένα και ως ΦΡ για να δηλώσουμε την ορμή και την επιθετικότητα. || σε ΦΡ για να δηλώσουμε την εντατική προετοιμασία που απαιτείται για να αντιμετωπίσουμε επιθετικά κπ.: ~ τη γλώσσα μου / τα δόντια μου / τα νύχια μου. ακονίζουν τα μαχαίρια. 2. (μτφ.) ασκώ μια πνευματική ικανότητα: Παιχνίδια / ασκήσεις που ακονίζουν το μυαλό / την παρατηρητικότητα / την κρίση. Aκονισμένο μυαλό, για πολύ έξυπνο άνθρωπο.

[μσν. ακονίζω < αρχ. ἀκον(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. ακονησ-]

[Λεξικό Κριαρά]
ακονίζω· ’κονίζω.
  • Aκονίζω, τροχίζω κ., το κάνω οξύ:
    • σουβλωτά σπαθιά κι ακονισμένα (Pοδολ. Γ´ 63
    • φρ. ακονίζω τη γλώσσα = ετοιμάζομαι να μιλήσω εκτενώς ή και με δριμύτητα:
      • (Σωσ. 55), (Kαναν. 266-7).

[<αόρ. του αρχ. ακονώ. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακονίζω [akonízo] &, κονώ & ακονάω, aor ακονίσα, ppp ακονισμένος
  • ① grind on the wheel, whet, sharpen, give a fine edge (syn τροχίζω):
    • ~ με λαδάκανο hone |
    • ~ το ξυράφι hone (or set) the razor |
    • ~ το μαχαίρι, το ψαλίδι, το τσεκούρι, το πριόνι κλ |
    • ~ το ξίφος, το σπαθί keep the sword bright |
    • iron το χαντζάρι ακόνιζε και στο κατώγι κρύβονταν about s.o. boasting of feats of bravery |
    • μου ακονάς το δρεπάνι μου, μπαρμπα-Πωλιό; (Prevelakis) |
    • poem και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει |
    • πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι (Seferis) |
    • ο γεωργός εύθυμα σφυρίζοντας ακονίζει το σκουριασμένο αλέτρι του (Kaftantzis)
  • ⓐ of teeth, sharpen:
    • ~ τα δόντια μου I am ready for voracious eating |
    • iron ακόνισε τα δόντια σου to one expecting sth pleasant |
    • poem κ' ήμασταν σαν κάπροι εμείς |
    • που ακονούν τα δόντια τους |
    • κι ο Λεωνίδας αρχηγός (Stavrou Ar)
  • ② fig train, sharpen, refine (syn εξασκώ, οξύνω):
    • ~ τη γλώσσα μου I prepare or practice to speak eloquently and pungently, e.g. ακόνισε τη γλώσσα της να βρίση τους γειτόνους |
    • ~ το μυαλό sharpen s.o.'s mind |
    • το παιχνίδι ακονίζει τις αισθήσεις, γυμνάζει το σώμα (Tsiantas) |
    • (ο Mπερτόν) ακονίζει παραπέρα την πένα του (Melas) |
    • (γυναίκες) προκαλούν, διεγείρουν, ερεθίζουν, ακονίζουν τα σπιρούνια του πόθου (id.) |
    • και ακόμα αν κλαίη και θρηνή τόσο και πιότερο ακονίζει τις φλογοβόλες όρεξες (Papatsonis) |
    • η μεγάλη μάζα ... σ' αυτήν ακονίζονται ...τα μεγάλα άτομα (Idas) |
    • ακονισμένη ήταν η κριτική ευαισθησία του Παράσχου (Panagiotop) |
    • η ξένη άποψη ακονίζει την ικανότητά τους για ενδοσκόπηση (Theotokas) |
    • με την άσκηση αυτή ακονίστηκε η διάνοια του ανθρώπου στη Δύση και ξύπνησε ...η χαρά για έρευνα και γνώση (Theodoridis) |
    • είχε (ο I. του Salisbury) και πολιτική σκέψη που την ακόνισε στην ίδια την πράξη (Kanellop) |
    • οι πεζογράφοι ακονίζουν τις δυνάμεις τους πάνω σ' ένα όργανο ρευστό, ευλύγιστο, πληθωρικό (Chatzinis) |
    • τέτοιες δυσκολίες τον ευχαριστούσαν, ακονίζοντας το οργανωτικό του δαιμόνιο (Roufos) |
    • poem έτσι αργούν κ' οι λέξεις ν' ακονιστούν σε λόγο (Alexandrou) |
    • ω Eρινύες, τα χάλκινα τα νύχια σας |
    • ακονίστε! (Skipis)

[fr MG ακονίζω ← AG ἀκονῶ or new der of ἀκόνη or ἀκόνιν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακόνισμα το [akónizma] Ο49 : η ενέργεια του ακονίζω. 1. Tο μαχαίρι θέλει ~, τρόχισμα. 2. (μτφ.) άσκηση πνευματικής ικανότητας: Tο ~ του μυαλού.

[ακονισ- (ακονίζω) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόνισμα [akónizma] το, (& rare ακόνημα)
  • ① sharpening, whetting, setting, honing, giving a fine edge (syn τρόχισμα):
    • ~ με τροχό grinding |
    • ~ με λαδάκανο honing |
    • ~ με σμυρίγλι emery grinding |
    • μαχαίρια, ψαλίδια, ξουράφια γι' ~! (shouts the itinerant grinder) |
    • το μαχαίρι θέλει ~
  • ② fig exercising, sharpening, refining:
    • ~ της ευαισθησίας μας |
    • η καλλιέργεια του δημοτικού λόγου, το ~ και ο αναγκαστικός ... πλουτισμός (Melas) |
    • η άμιλλα, η ομαδική εργασία, το ~ του μυαλού και της θέλησης (Theotokas) |
    • (οι αφηρημένες θεωρίες για τη δικαιοσύνη) καλές είναι για το ~ του μυαλού στα χρόνια των ελεύθερων σπουδών (Roufos)

[der of ακονίζω; cf also MG ακονισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακονισμένος, -η, -ο [akonizménos]
  • ① sharpened, whetted, ground (syn τροχισμένος, ant ακόνιστος, ατρόχιστος):
    • ακονισμένο εργαλείο, μαχαίρι, ψαλίδι |
    • ακονισμένη μαχαίρα |
    • prov έπεσε σ' ακονισμένα σπαθιά he fell into a clearly dangerous situation |
    • το γιαταγάνι ακονισμένο λούφαζε σαν το κρυφό σκυλί μέσ' το θηκάρι (Vlachogiannis) |
    • τα ερωτηματικά ... είναι κοφτερά σαν ακονισμένα σπαθιά και πυρπολούν (Panagiotop) |
    • θεατρικοί κριτικοί με ακονισμένα κοντύλια (Melas) |
    • μάντευες ... το σκοτάδι έξω, κρύο κ' υγρό, μεταλλικό να κόβη σαν ακονισμένο ατσάλι (Terzakis) |
    • folks. τ' ακονισμένα σας σπαθιά να κόψωμε τους Tούρκους (Passow) |
    • poem ματαίως το ακονισμένον |
    • εγύμνωσαν σπαθί τους (Kalvos)
  • ② sharpened, exercised, refined (ant ακόνιστος):
    • έχει τη γλώσσα ακονισμένη of an eloquent or loquacious person |
    • ακονισμένη εξυπνάδα |
    • ακονισμένη παρατηρητικότητα |
    • ακονισμένη αντίληψη |
    • ακονισμένη πονηριά sharpened guile |
    • ακονισμένη ευαισθησία |
    • ακονισμένη εθνική συνείδηση |
    • ακονισμένο μυαλό a sharpened mind, e.g. έχετε ακονισμένο μυαλό, έχετε ζήσει σε μεγάλη κοινωνία, βλέπετε τα πράγματα αλλιώς (Kokkinos) |
    • η επιτροπή με ακονισμένη ματιά ... γυρεύει να βρη το (κατάλληλο) έργο (Thrylos) |
    • (ο Swinburne) κροίσος του λόγου, διαλαλητής της λαχτάρας που γεννά η γυναίκα σε ό,τι παρουσιάζει εκείνη ηδονικά, λεπτεπίλεπτα και σαρκικά και αντιφυσικά ακονισμένο γόητρο (Palam)

[ppp of ακονίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
ακονισμός ο.
  • Aκόνισμα:
    • ακονισμόν δοντίων (Παλαμήδ., Bοηβ. 228).

[<αόρ. του ακονίζω + κατάλ. μός. H λ. στο Somav. (λ. ακόνισμα)]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες