Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόλουθος ο [akóluθos] Ο19 θηλ. ακόλουθος [akóluθos] Ο36 : 1.αυτός που συνοδεύει κάποιο υψηλό κυρίως πρόσωπο, ως φύλακας, υπηρέτης κτλ.: Οι ακόλουθοι του βασιλιά. 2. ο πρώτος (κατώτερος) βαθμός στην ιεραρχία των διπλωματών: Yπηρετεί στην ελληνική πρεσβεία της Ρώμης ως (διπλωματικός) ~. || ειδικός εκπρόσωπος σε πρεσβεία: Στρατιωτικός ~, αξιωματικός υπεύθυνος για στρατιωτικά θέματα. ~ τύπου, υπεύθυνος για την ενημέρωση. Εμπορικός / μορφωτικός ~, υπεύθυνοι για τους αντίστοιχους τομείς.
[λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος (στη σημ. 1)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόλουθος -η -ο [akóluθos] Ε5 : α.(λόγ.) που ακολουθεί χρονικά, που έρχεται ύστερα από κτ. άλλο· επόμενος: Οι ακόλουθες ημέρες θα είναι οι κρισιμότερες. β. που σε μια σειρά προφορικού ή γραπτού λόγου αναφέρεται ή θα αναφερθεί αμέσως παρακάτω· ο εξής: Yποστήριζε την άποψή του με τα ακόλουθα επιχειρήματα. || (ως ουσ.) τα ακόλουθα: Οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν τα ακόλουθα
Είπε τα ακόλουθα
(λόγ.) ακολούθως ΕΠIΡΡ στη συνέχεια, έπειτα: Έστρεψε το όπλο στο στόχο και ~ πυροβόλησε. [λόγ. < αρχ. ἀκόλουθος, ἀκολούθως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόλουθος1 [akóluθοs] ο,
- ① follower (syn οπαδός):
- είναι ~ της λόγιας παράδοσης |
- οι ακόλουθοι της γλωσσικής μεταρρύθμισης |
- ~ του δημοκρατικού κόμματος
- ② hist attendant, hanger-on, servant, page, squire (syn θεράπων L, κολαούζος, οπαδός, συνοδός, υπηρέτης):
- οι ακόλουθοι του βασιλέως |
- είχε ακόλουθο το γέρο-Παντελιό (Vlachogiannis) |
- ο ~ ... ξύπνησε πρώτος και πήγε να ειδοποιήση τον I.M. (Terzakis) |
- είχε γι' ακόλουθο ένα λεβέντη με τσοχαδένια βράκα (Prevelakis) |
- ο Άττις λατρεύεται ως ~ της Mα (Tatakis)
- ③ eccl lower cleric in the Western Church, acolyte
- ④ diplom attaché:
- ~ πρεσβείας or διπλωματικός ~ attaché |
- στρατιωτικός, ναυτικός, αεροπορικός, εμπορικός ~ |
- μορφωτικός ~
[fr AG ἀκόλουθος]
- ① follower (syn οπαδός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόλουθος2, -η, -ο [akóluθοs]
- ① coming next, following (syn ακολουθών L, επόμενος, ερχόμενος):
- την ακόλουθη εβδομάδα |
- στην ακόλουθη σελίδα |
- κατά τον ακόλουθο τρόπο as follows (syn ως εξής) |
- διατύπωσε την ακόλουθη σκέψη |
- η κατάταξη του υλικού έγινε με την ακόλουθη αρχή |
- εξέφρασε την ακόλουθη άποψη |
- μίλησαν φοιτητές με τα ακόλουθα θέματα |
- έστειλα την ακόλουθη επιστολή |
- έδωσε για τύπωμα το ακόλουθο πρόγραμμα |
- προσθέτω την ακόλουθη εργασία |
- η επανάσταση έθεσε το ακόλουθο πρόβλημα |
- προσπαθούσα να φωτίσω την ακόλουθη ιδέα |
- έχει υπόψη του το ακόλουθο έργο |
- είναι πολύ εκφραστικό το ακόλουθο τετράστιχο (Melas) |
- περιορίζομαι στα ακόλουθα ενδεικτικά παραδείγματα (Tatakis) |
- poem και τ' ακόλουθ' αρχινάει, |
- το κορμί του συχνοσειώντας (Solom)
- ⓐ immediately following, subsequent:
- folkt ετοίμασε τη φωλιά του για την ακόλουθη νύχτα |
- το ξεφόρτωμα συνεχίστηκε τις ακόλουθες μέρες (Dafnis) |
- στον ακόλουθο αιώνα οι άνθρωποι πήγαιναν ... να τα συμβουλευτούν (sc τα μαντεία) (Kakridis transl of Nilsson) |
- άλλοτε η συνοχή της μιας εικόνας με την ακόλουθη είναι σφιχτή και αναγκαία (Tsatsos)
- ② being in accord w. sth preceding, agreeing, consistent (syn σύμφωνος, συνεπής):
- ~ είναι πάντα ο χριστιανικός λόγος (Tatakis)
[fr K, AG ὁ ἀκόλουθος]
- ① coming next, following (syn ακολουθών L, επόμενος, ερχόμενος):