Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακόλλητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακόλλητος -η -ο [akólitos] Ε5 : για κτ. που δεν το έχουν κολλήσει με κτ. άλλο, που δεν είναι κολλημένο.

[ελνστ. ἀκόλλητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακόλλητος, -η, -ο [akólitos]
  • ① unglued, unstuck (ant κολλημένος)
  • ② unfused, unsoldered (syn ασυγκόλλητος, ant κολλημένος, συγκολλημένος):
    • ακόλλητο μέταλλο |
    • άφησε τον τενεκέ ακόλλητο

[fr K, PatrG ἀκόλλητος, cpd w. κολλητός; cf also δυσ-, ευ-, πολυ-, θεο-, χαλκο-κόλλητος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες