Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόλαστος 1 -η -ο [akólastos] Ε5 : α.που ζει μια ζωή γεμάτη ηδονές, χυδαίες απολαύσεις: Ένας ~ γέρος. β. που χαρακτηρίζει έναν ακόλαστο άνθρωπο, που ταιριάζει σε αυτόν: Aκόλαστη ζωή. Aκόλαστες επιθυμίες.
ακόλαστα ΕΠIΡΡ: Zει ~. [λόγ. < αρχ. ἀκόλαστος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακόλαστος 2 -η -ο : (οικ.) που δεν κολάστηκε, που δεν αμάρτησε.
[α- 1 κολασ- (κολάζω)ΙΙ -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόλαστος, -η, -ο [akólastos]
- ① incontinent, profligate, depraved, loose, dissolute (near-syn ασελγής, άσωτος, έκδοτος σε ηδονές, έκλυτος, έκφυλος, ηδυπαθής, λάγνος, παραλυμένος, φιλήδονος, ant εγκρατής, φρόνιμος):
- ~ άντρας (άνδρας) a dissipated man |
- ένας γέρος ~ a profligate old man (syn ένας γεροπαραλυμένος) |
- ακόλαστη γυναίκα a wanton woman |
- ζω ακόλαστη ζωή live a dissolute (profligate) life |
- ακόλαστο πάθος |
- ακόλαστο χάδι |
- ένα μυστικό ακόλαστο, ντροπιασμένο |
- ακόλαστοι χοροί |
- επιθυμίες για ακόλαστες πράξεις |
- ακόλαστη χρήση της λέξεως licentious use of the word |
- η ακόλαστη φεουδαρχία των συντεχνιών του μεσαίωνα |
- το να μη μπορής να συγκρατήσης το θυμό σου είναι απαίδευτο και ακόλαστο (Vrettakos) |
- μ' επήρ' εκείνη απάνου της και το στόμα κόλλησε στο δικό μου ... και γελαστή τα 'καμε τα χείλη της ακόλαστα (Palam) |
- o ~, ο παραδομένος στο δαίμονα της ηδονής Mπωντλαίρ (Panagiotop) |
- (ο Πασκάλ) |
- από έκλυτος και ~ κατέληξεν ασκητής (Papatsonis) |
- κρύβει τη λάσπη του στις σκιές ... της νυκτός που σέρνονταν έξω στο δρόμο σαν ακόλαστη ύαινα (Kanellis) |
- poem όμως εκείνη η πυρκαϊά ...| πλούτη, γυναίκες, θησαυρούς απ' τον οχτρό θα κρύψη |
- μαζί με τον ακόλαστο που ψυχοπαραδέρνει (Malakasis) |
- ... δε σε νοιάζει η μανία |
- του χυδαίου, που ολοένα πιο ακόλαστη |
- στην περήφανη γίνεται ωδή μου (Skipis)
- ⓐ overabundant, profuse, luxuriant (syn οργιαστικός, οργιώδης):
- ακόλαστη βλάστηση (syn οργιαστική βλάστηση) |
- μας ιστόριζε την έπαυλη του πρίγκιπα ..., τη βλάστηση τριγύρω της ακόλαστη, τα δάση και τους κήπους (Palam)
- ② relig not punished or subject to punishment w. the tortures of Hell, of sinners (ant αμαρτωλός, κολασμένος)
- ⓑ not sinning, not sinful (in act or thought):
- κανένας δεν είναι ~ σε τούτο τον κόσμο |
- τα γυναικοκαμώματα δε μας αφήνουν ακόλαστους
[fr AG ἀκόλαστος]
- ① incontinent, profligate, depraved, loose, dissolute (near-syn ασελγής, άσωτος, έκδοτος σε ηδονές, έκλυτος, έκφυλος, ηδυπαθής, λάγνος, παραλυμένος, φιλήδονος, ant εγκρατής, φρόνιμος):