Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακόλαστα [akólasta] adv
- incontinently, dissolutely, depravedly, licentiously, wantonly (syn διεφθαρμένα, έκφυλα, λάγνα, παραλυμένα):
- ζω ~ (syn ακολασταίνω) |
- πλαγιαστά πάνω στη στέρνα τα καλάμια γλείφουνε το νερό ~ και λάγνα (KPolitis)
[fr K ἀκόλαστα: Anth. 5.174]
- incontinently, dissolutely, depravedly, licentiously, wantonly (syn διεφθαρμένα, έκφυλα, λάγνα, παραλυμένα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακολασταίνω [akolasténo] only pr (L)
- indulge in debauchery, be dissolute, live in licentious ways (syn ασωτεύω, είμαι έκδοτος σε ηδονές, ζω ακόλαστα, διαπράττω ακολασία)
[fr AG ἀκολασταίνω]