Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυρώσιμος -η -o
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακυρώσιμος -η -ο [akirósimos] Ε5 : που μπορεί να ακυρωθεί· (πρβ. ανακλητός): Aκυρώσιμη απόφαση. H διαθήκη είναι ακυρώσιμη, αν είναι αποτέλεσμα απειλής.

[λόγ. < ελνστ. ἀκυρώσιμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακυρώσιμος, -η, -o [acirósimos]
  • capable of being invalidated, voidable, repealable, reversible (syn αναιρέσιμος, ανακλητός, ant ανέκκλητος, αμετάκλητος, οριστικός, τελεσίδικος):
    • μετά την ακύρωσή της η ακυρώσιμη δικαιοπραξία εξομοιώνεται με την απαρχής άκυρη (Christidis AK) |
    • γάμος ~ εξαιτίας πλάνης (ib.) |
    • η διάταξη της διαθήκης είναι ακυρώσιμη αν είναι αποτέλεσμα απειλής κλ (ib.) |
    • αν η παλιά ενοχή είναι ακυρώσιμη, η ανανέωση ισχύει, εκτός αν ο οφειλέτης το αγνοούσε (ib.)

[fr K (pap) ἀκυρώσιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες