Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυρώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακυρώνω [akiróno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. άκυρο, το θεωρώ σαν να μην υπήρξε ποτέ, γιατί έγινε κατά παράβαση κάποιου νόμου ή κανόνα: Θα ακυρώσουμε την παραγγελία, αν δεν την εκτελέσετε σε δέκα μέρες. Ο διαιτητής ακύρωσε το γκολ. H νεότερη απόφαση ακυρώνει την παλαιότερη.

[λόγ. < ελνστ. ἀκυρ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακυρώνω [aciróno] aor ακύρωσα, pass ακυρώνομαι, aor ακυρώθηκε
  • ① render invalid, invalidate (syn καταργώ):
    • ~ μια πράξη vitiate a transaction |
    • ~ τη δημοπρασία invalidate the sale by auction |
    • ~ διαθήκη invalidate a will |
    • ~ τη συμφωνία annul the agreement |
    • ο συμβιβασμός μπορεί ν' ακυρωθεί, αν δεν είναι αληθινά τα γεγονότα που κατά τη σύμβαση αποτέλεσαν τη βάση του συμβιβασμού (Christidis AK) |
    • ~ μια παραγγελία cancel an order |
    • ~ την επιταγή cancel a check |
    • τους παρακαλέσαμε ν' ακυρώσουν τα εισιτήρια (Panagiotop) |
    • ο τεχνολογικός πολιτισμός ακυρώνει μεγάλα τμήματα του ανθρώπινου μόχθου (id.) |
    • ~ το συμβόλαιο rescind the contract |
    • η συμμαχία της Tουρκίας με τις "κεντρικές" λεγόμενες αυτοκρατορίες έδωσε την αφορμή στην Aγγλία ν' ακυρώσει τη συνθήκη του 1878 (Panagiotop) |
    • ~ συνάντηση cancel an appointment |
    • ίσως είναι καιρός ακόμα ν' ακυρωθεί η μετάθεση (Xenop)
  • ⓐ discharge, override, overturn, quash (syn ανατρέπω):
    • ~ απόφαση (δικαστηρίου) discharge an order (of a court) |
    • η εθνική αντιπροσωπεία ακύρωσε την ψήφο της γερουσίας the national assembly overrode a senate vote |
    • η απόφαση αυτή ακυρώνει προηγούμενη this decision overrides a former one
  • ⓑ declare sth invalid:
    • ~ διαθήκη I declare a will void |
    • ~ το γάμο I declare the marriage invalid
  • ⓒ abrogate, revoke, repeal (syn ανακαλώ):
    • ~ το νόμο abrogate (repeal) the law |
    • anc hist ~ το ψήφισμα repeal the decree |
    • ~ το διάταγμα cancel (set aside) the decree |
    • ~ τη διαταγή cancel or countermand the order
  • ⓓ cancel:
    • ~ γραμματόσημο or χαρτόσημο
  • ② cause invalidation of, end in abolishment or disappearance of, cancel, reject (syn ματαιώνω):
    • οι περιστάσεις ακύρωσαν τα σχέδιά μας |
    • ο Aύγουστος Kοντ (Comte) ακύρωνε με τους συλλογιστικούς τους σωρείτες τη μεταφυσική ιχνηλασία (Panagiotop) |
    • η πρώτη εντύπωση, ίσαμε τουλάχιστο το τέρμα του 1918, δεν ακύρωσε το πνεύμα της ιστορικής συνέχειας (id.) |
    • κατά τη διάρκεια ... του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου το πρόσωπο είχε ακυρωθεί, δεν ήταν παρά ένα άθλιο παιγνίδι της τύχης (id.) |
    • ύστερα από την καταδίκη του οι ελληνικές αρχές ακύρωσαν το δίπλωμά του (Theotokas) |
    • η ζωή προπορεύεται με τέτοιο ρυθμό, ώστε ξεπερνά το καινούριο, το ακυρώνει αμέσως (TStavrou)
  • ③ set aside, disqualify (syn παραμερίζω):
    • αν ο δρομέας συνεχίσει χωρίς τη σκυτάλη, ακυρώνεται η ομάδα του (TSakellariou) |
    • δε γίνεται, τα δικαιώματα της ποιότητας δεν θ' ακυρωθούν (Panagiotop) |
    • η ομορφιά είναι ένα αδιάκοπο τρόπαιο που ακυρώνει το θάνατο (id.)

[fr K ἀκυρῶ ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες