Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυρότητα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακυρότητα η [akirótita] Ο28 : η κατάσταση του άκυρου· (πρβ. ακύρωση): H ~ του γάμου αίρεται, αν η συμβίωση παρατάθηκε ως τη νόμιμη ηλικία.

[λόγ. < ελνστ. ἀκυρότης, αιτ. -ητα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακυρότητα [acirótita] η, (& L ακυρότης) law
  • lack of validity, invalidity, invalidness, nullity, voidness (ant εγκυρότητα, ισχύς, κύρος):
    • ~ εγγράφου invalidity of a document |
    • ~ νόμου |
    • ~ διαθήκης |
    • ~ διαδικασίας |
    • η παραβίαση αυτών των διατάξεων συνεπάγεται έκπτωση από το βουλευτικό αξίωμα και ~ της πράξης (Christidis EΣ) |
    • αν τα μέτρα αυτά παρθούν, όταν η Bουλή απουσιάζη, το ίδιο βασιλικό διάταγμα με ποινή ακυρότητάς του συγκαλεί μέσα σε δέκα μέρες (ib) |
    • η ~ του γάμου αίρεται, πρώτον αν ... η συμβίωση παρατάθηκε ως τη νόμιμη ηλικία κλ (Christidis AK) |
    • την ~ (απόφασης της συνέλευσης) κηρύσσει το δικαστήριο, αν εγείρη σχετική αγωγή ένα μέλος που δε συμφώνησε (id.) |
    • ο οφειλέτης έχει δικαίωμα να προτείνη κατά του κομιστή μόνο ενστάσεις για ~ του τίτλου (id.)

[fr ByzG ακυρότης 'improper, illegitimate use']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες