Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυρωτικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακυρωτικός -ή -ό [akirotikós] Ε1 : που ακυρώνει ή που έχει τη δύναμη ή την αρμοδιότητα να κάνει κτ. άκυρο: Aκυρωτική απόφαση. Aκυρωτικό σήμα. Aκυρωτικό δικαστήριο. || Aκυρωτικό μηχάνημα, που πιστοποιεί τη χρήση και αποκλείει την επαναχρησιμοποίηση ενός εισιτηρίου κτλ.

[λόγ. ακυρω- (δες ακυρώνω) -τικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακυρωτικός, -ή, -ό [acirotikós] (L)
  • having the power of invalidation, invalidating, cancelling, annulling (ant κυρωτικός, επικυρωτικός):
    • ακυρωτική απόφαση |
    • navy ακυρωτικό σήμα annulling signal |
    • ακυρωτικό δικαστήριο (L ακυρωτικόν δικαστήριον) Supreme Court of Appeals, Court of Cassation |
    • ο ίσαμε τώρα εικοστός αιώνας μάς αρμάτωσε με πυκνές και φοβερές εμπειρίες, που έπαιξαν και παίζουν πάντα ρόλο ακυρωτικού δικαστηρίου (Panagiotop) |
    • ο ~ δικαστής ... θα κληθή να επικυρώση, να τροποποιήση ή και να ανατρέψη μια πρωτόδικη απόφαση (Papanoutsos) |
    • η ακυρωτική αγωγή απευθύνεται κατά του αντισυμβαλλομένου (Christidis AK)

[der of ακύρωτος w. suff. -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες