Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακυρολεξία [aciroleksía] η, (L)
- ① misuse of a word or a phrase, i.e. w. meaning different from the actual one, incorrectness of expression (syn in ακυριολεξία):
- ~ εκφράσεως |
- βλαβερή θεωρώ την επίδραση της νοοτροπίας την οποία εκφράζει η καθαρεύουσα επάνω στη διανόηση του νέου ελληνισμού |
- στόμφος, ασάφεια, ~ (Dimaras) |
- ελέγχεται για τις ακυρολεξίες του, για την έλλειψη ενάργειας των εικόνων του και για πολλά άλλα (id.)
- ② inaccurate word or phrase used, misnomer:
- ας μη μιλήσουμε για τις ασυνταξίες, τις ακυρολεξίες και τις ανορθογραφίες (Kadridis) |
- ακυρολεξίες, ασυνταξίες και άλλα γλωσσικά λάθη λείπουν (Delmouzos)
[fr MG ακυρολεξία (Souda, Eustathius), cpd of άκυρος (K 'used in improper sense') & λέξις w. suff -ία]
- ① misuse of a word or a phrase, i.e. w. meaning different from the actual one, incorrectness of expression (syn in ακυριολεξία):