Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυριολεξία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακυριολεξία η [akirioleksía] & (σπανιότ.) ακυρολεξία η [akiroleksía] Ο25 : 1.εσφαλμένη ή άστοχη χρήση λέξης ή φράσης από σημασιολογική άπο ψη: Ένα κείμενο γεμάτο ασυνταξίες, ακυριολεξίες και ανορθογραφίες. 2. η χρήση λέξης ή φράσης με σημασία διαφορετική από την κύρια σημασία τους: Σχήματα λόγου κατά ακυριολεξία.

[λόγ. α- 1 ελνστ. κυριολεξία· λόγ. < μσν. ακυρολεξία < άκυρ(ος) -ο- + λέξ(ις) -ία κατά το ελνστ. ἀκυρολογία, ίδ. σημ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακυριολεξία [acirioleksía] η, (L)
  • inexact meaning of a word, incorrect phraseology (syn ακυρολεξία, ant κυριολεξία):
    • σε ένα τόσον αχανές έργο υπάρχουν και τέτοιες στιγμές ακυριολεξίας και κακής γενίκευσης (Tsatsos) |
    • τα λόγια που δε βγαίνουν από την ψυχή τα χαρακτηρίζει μία ψυχολογική ~ και μια πνευματική ασάφεια (id.) |
    • η πολιτική σαν τεχνική αποτελεί μάλλον θέμα των λεγόμενων πολιτικών επιστημών, που εξάλλου το όνομά τους αποτελεί ~, συγκαλυπτική του πραξιολογικού χαρακτήρα τους (Despotop)

[cpd of ακυρία λέξεως (2nd c. AD)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες