Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυμάτιστα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακυμάτιστα [acimátista] adv
  • without waves (syn ακύμαντα, ant κυματιστά
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες