Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακυβέρνητος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ακυβέρνητος, επίθ.
  • Που δεν ξέρει ή δεν μπορεί να διαχειριστεί την περιουσία ή τις υποθέσεις του:
    • απλός άνθρωπος και ακυβέρνητος (Συναδ. φ. 17v).

[μτγν. επίθ. ακυβέρνητος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακυβέρνητος -η -ο [akivérnitos] Ε5 : που δεν έχει κυβερνήτη ή κυβέρνηση: Aκυβέρνητο πλοίο. Tο κύμα παρέσυρε την ακυβέρνητη βάρκα. Aκυβέρνητη χώρα. || ακαθοδήγητος: H χριστιανική διδασκαλία σώζει τον άνθρωπο, δεν τον αφήνει ακυβέρνητο. || ανεξέλεγκτος: Aκυβέρνητο πάθος.

[λόγ. < ελνστ. ἀκυβέρνητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακυβέρνητος, -η, -ο [acivérnitos]
  • ① being out of control or command, pilotless, rudderless, adrift (of moving vehicle, craft, vessel) (syn L έρμαιος):
    • πλοίο (καράβι) ακυβέρνητο ship out of control or command, helpless ship |
    • το φορτηγό σκάφος έμεινε ακυβέρνητο the freighter was adrift |
    • η βάρκα ήταν ακυβέρνητη |
    • η βάρκα παραδόθηκε ακυβέρνητη στο κύμα (Petsalis) |
    • μαούνες ακυβέρνητες |
    • το ένα κύμα γίνεται χίλια κύματα και το βαπόρι μας αφηνιάζει σαν ακυβέρνητο μέσα στην κόλαση των αφρών (Athanasiadis-N) |
    • ακυβέρνητο από πιλότο ... το βαπόρι έλυσε κάβους (Koumantareas) |
    • πορεύεται καθώς η ακυβέρνητη σχεδία μέσα στην ακυβέρνητη θάλασσα (Panagiotop) |
    • poem και παραδέρνουμε ακυβέρνητοι και πάμε δίχως διάκι (Kazantz Od 21.1201)
  • ⓐ fig out of control, uncontrollable (syn ανεξέλεγκτος, ανεξουσίαστος):
    • η ακυβέρνητη φαντασία μου |
    • ακυβέρνητο πάθος |
    • το φυσικό γίγνεσθαι ... που υπάρχει άψυχα, που είναι ακυβέρνητο από σκοπούς (Theodorakop) |
    • oι επιδράσεις ... εξαρτώνται από παράγοντες απρόβλεπτους, απροσδόκητους και ακυβέρνητους που παίζουν ... ρόλο αποφασιστικό (Papanoutsos) |
    • (η χριστιανική διδασκαλία) σώζει τον άνθρωπο, δεν τον αφίνει ακυβέρνητο μέσα στις αντιφάσεις της θεωρίας (Tatakis) |
    • poem τις άγρυπνες ώρες, πριν από την αυγή, που ξεκινάει, | ακυβέρνητο φάντασμα ο άνθρωπος, τρελός Aντιλάζαρος (Papatsonis) |
    • μα ενώ ~ ο νους | των άλλων δέρνεται να πάρει | φως απ' τον ήλιο (Sperantsas)
  • ② ungoverned, unruled or ungovernable; badly governed; difficult to govern:
    • ακυβέρνητη πολιτεία ungoverned city |
    • τώρα ακυβέρνητη δέρνεται από τους ανέμους η χώρα |
    • έφυγαν αφίνοντας τον τόπο ακυβέρνητο (Vacalop) |
    • οι αρχές διασπάρηκαν ... αφίνοντας τη Γιουγκοσλαβία ... ακέφαλη και ακυβέρνητη (Ouranis)
  • ⓑ helpless, lost:
    • ο πατριάρχης ... με εγκύκλια γράμματα προσπαθεί να καθοδηγήση το ακυβέρνητο ποίμνιό του (Vacalop) |
    • poem και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ~ σαν τ' άχερο στ' αλώνι (Seferis) |
    • άλλος χώρος για όνειρα εδώ δεν υπάρχει. | H ψυχή σου ακυβέρνητη (Vrettakos) |
    • την ψυχή μου τη νοιώθω σα χιόνι |...|, αμίλητη, πικραμένη, ακυβέρνητη (Prevelakis)
  • ③ not properly run, badly managed, disorderly (syn ακατάστατος):
    • σπίτι ακυβέρνητο mismanaged household |
    • (οι δυο καμαρούλες) έδειχναν μικρό νοικοκυριό από καιρό ακυβέρνητο (Charis) |
    • poem και πάντα οι δώδεκα θεοί σαν κυβερνήτες είναι | του κόσμου που ~ πια στέκεται, γιατ' ηύρε | την ακριμάτιστη ζωή στον ουρανό της Tέχνης (Palam) |
    • τη ζωή μου ακυβέρνητη μες στα δυο του τα χέρια | πότε την πάει στα τάρταρα, πότε ψηλά ως τ' αστέρια (GKazantzaki) |
    • σώσε με, Kύριε, από τους πειρασμούς των ακυβέρνητων ημερών μου (Athanasoulis)

[fr ByzG ακυβέρνητος ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες