Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακυβέρνητα [acivérnita] adv
- out of control, uncontrollably:
- poem κι όλο - ~, γλυκά | κι απρόσκοφτα και μαλακά -| πάει μες στου ονείρου τα ρηχά | νερά να ναυαγήσει (Agras)
[der of ακυβέρνητος]
- out of control, uncontrollably: