Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτωνύμιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ακτωνύμιο [aktonímio] το, neol
  • name of a coastal place:
    • λαογραφικά ακτωνύμια (Loucatsos)

[cpd w. -ωνύμιο by anal. of ανδρ-ωνύμιον, επωνύμιον, παρωνύμιον, προωνύμιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες