Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτοφύλακας ο [aktofílakas] Ε5 : αυτός που υπηρετεί στην ακτοφυλακή: Aκτοφύλακες και τελωνοφύλακες καταδίωξαν τους λαθρέμπορους.
[λόγ. ακτο(φυλακή) -φύλαξ > -φύλακας κατά το χωροφύλαξ > χωροφύλακας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτοφύλακας [aktofílakas] ο,
- member or officer of the coast guard, coastguardsman, coast guard (syn ακτοφρουρός):
- poem εδώ δίχως γέφυρες κι ακτοφύλακες, | εδώ δίχως όχθες και κουπολάτες (Iatrop)
[fr Kath ακτοφύλαξ, cpd of ακτή & φύλαξ]
- member or officer of the coast guard, coastguardsman, coast guard (syn ακτοφρουρός):