Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτοφυλακή η [aktofilakí] Ο29 : ειδική υπηρεσία υπεύθυνη για τη φρούρηση των ακτών μιας επικράτειας: Συνελήφθησαν από άντρες της ακτοφυλακής για παράνομη αλιεία.
[λόγ. ακτ(ή) -ο- + -φυλακή κατά το χωροφυλακή μτφρδ. αγγλ. coast guard]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτοφυλακή [aktofilací] η, neol
- ① guarding of the coasts
- ② coast guard, shore guard (syn ακτοφύλακες, ακτοφρουρά, ακτοφρουροί):
- πήρε στροφή 180 μοιρών ... πηγαίνοντας προς την παραλία με την πρύμη ..., για να γελάσει την ~ (Karagatsis)
[cpd of ακτή & φυλακή]