Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτοπλοϊκό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακτοπλοϊκό [aktoploikó] το, naut
  • coasting vessel, (passenger) coaster (syn ακτοπλοϊκό πλοίο or σκάφος):
    • χρόνια είχα να ξαναδιαβώ με το ~ από την ολότελα ιδιόμορφη θάλασσα του Πόρου (Floros) |
    • θυμούμαι με τι μόχθο και πόσους ελιγμούς κατάφερναν να πλευρίσουν στο μόλο τα ακτοπλοϊκά (id.) |
    • πραμάτεια φθασμένη με το ~ (id.)

[substantiv. n of ακτοπλοϊκός for ~ σκάφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτοπλοϊκός -ή -ό [aktoploikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ακτοπλοΐα: Aκτοπλοϊκή συγκοινωνία. Ελληνικές ακτοπλοϊκές γραμμές. Aκτοπλοϊκά σκάφη / συγκοινωνιακά μέσα. ακτοπλοϊκώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ακτοπλο(ΐα) -ικός· λόγ. ακτοπλοϊκ(ός) -ώς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτοπλοϊκός, -ή, -ό [aktoploikós] naut
  • of coastal navigation, coasting (adj):
    • ακτοπλοϊκή συγκοινωνία coastal communication |
    • ακτοπλοϊκή γραμμή coastal ship line |
    • ακτοπλοϊκές μεταφoρές or εμπόριο coasting trade |
    • ακτοπλοϊκή εταιρία coasting navigation company |
    • ακτοπλοϊκό πλοίο or σκάφος coaster (syn ακτοπλοϊκό) |
    • ακτοπλοϊκό φορτηγό coaster, coastal freighter |
    • ~ χάρτης coastal navigation map

[der of ακτοπλοΐα after συμπλοϊκός (: σύμπλοια), νυκτοπλοϊκός (: νυκτίπλοια), πλοϊκός (Souda)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες