Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινωτός -ή -ό [aktinotós] Ε1 : που έχει ακτίνες: H ακτινωτή ρόδα του ποδηλάτου. Aκτινωτό σχήμα. Aκτινωτή διάταξη.
ακτινωτά ΕΠIΡΡ σε σχήμα, σε διάταξη ακτινωτή. [λόγ. < ελνστ. ἀκτινωτός `στολισμένος με ακτίνες΄ σημδ. radial, radié]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτινωτός, -ή, -ό [aktinotós] (& αχτινωτός)
- radiated, radial (syn in ακτινοειδής):
- ακτινωτή διάταξη |
- ~ τροχός spoked wheel |
- ακτινωτή θύρα radial gate |
- ακτινωτή προβολή radial projection |
- zoo ακτινωτή συμμετρία radial symmetry |
- ακτινωτές γραμμές |
- ακτινωτές πτυχές |
- ακτινωτά πέταλα γύρω από έναν κύκλο (Bakalakis) |
- ακτινωτοί δρόμοι από την πλατεία |
- τα δίλοβα παράθυρα τονίζονται με τη διπλή σειρά τα ακτινωτά τούβλα και το μεγάλο οδοντωτό τόξο (MChatzidakis) |
- ο ~ στέφανος (αγίου) (syn φωτοστέφανος) ; neurol ~ στέφανος total sum of nerve bundles |
- art ~ ήλιος; poem προβαίνει ωραίος και αχτινωτός ο ήλιος, στάζοντας άβυσσο (Vrettakos) |
- (φως) ανάβοντας ήλιους ακτινωτούς για να κεντάει τη νύχτα (Themelis)
- ⓐ bot actinomorphic
- ⓑ anat ακτινωτό σώμα ciliary body (of the eye):
- ~ σύνδεσμος ciliary ligament |
- ~ μυς ciliary muscle |
- ακτινωτό γάγγλιο (& -ον) ciliary ganglion
[fr K, AG ἀκτινωτός]
- radiated, radial (syn in ακτινοειδής):