Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινωτό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινωτό [aktinotó] το,
  • ① iconogr halo:
    • τα χρυσά ακτινωτά τριγυρίζουν τις κεφαλές των προσώπων (Papantoniou)
  • ② fig halo:
    • το ακτινωτό που έδωσεν η Έρημος (στο μοναχικό θεσμό) δεν έσβησε ποτέ (id.)

[substantiv. n of ακτινωτός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινωτός -ή -ό [aktinotós] Ε1 : που έχει ακτίνες: H ακτινωτή ρόδα του ποδηλάτου. Aκτινωτό σχήμα. Aκτινωτή διάταξη. ακτινωτά ΕΠIΡΡ σε σχήμα, σε διάταξη ακτινωτή.

[λόγ. < ελνστ. ἀκτινωτός `στολισμένος με ακτίνες΄ σημδ. radial, radié]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινωτός, -ή, -ό [aktinotós] (& αχτινωτός)
  • radiated, radial (syn in ακτινοειδής):
    • ακτινωτή διάταξη |
    • ~ τροχός spoked wheel |
    • ακτινωτή θύρα radial gate |
    • ακτινωτή προβολή radial projection |
    • zoo ακτινωτή συμμετρία radial symmetry |
    • ακτινωτές γραμμές |
    • ακτινωτές πτυχές |
    • ακτινωτά πέταλα γύρω από έναν κύκλο (Bakalakis) |
    • ακτινωτοί δρόμοι από την πλατεία |
    • τα δίλοβα παράθυρα τονίζονται με τη διπλή σειρά τα ακτινωτά τούβλα και το μεγάλο οδοντωτό τόξο (MChatzidakis) |
    • ο ~ στέφανος (αγίου) (syn φωτοστέφανος) ; neurol ~ στέφανος total sum of nerve bundles |
    • art ~ ήλιος; poem προβαίνει ωραίος και αχτινωτός ο ήλιος, στάζοντας άβυσσο (Vrettakos) |
    • (φως) ανάβοντας ήλιους ακτινωτούς για να κεντάει τη νύχτα (Themelis)
  • ⓐ bot actinomorphic
  • ⓑ anat ακτινωτό σώμα ciliary body (of the eye):
    • ~ σύνδεσμος ciliary ligament |
    • ~ μυς ciliary muscle |
    • ακτινωτό γάγγλιο (& -ον) ciliary ganglion

[fr K, AG ἀκτινωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες