Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτινωτά [aktinotá] (& αχτινωτά) adv
- radially (syn ακτινοειδώς:
- τα σκαλάκια και ανηφόρια διασχίζουν ~ το λόφο |
- διασπά τα πυκνά νέφη και διαμέσου του ρήγματος σκορπίζει ~ τα κακά και τα αγαθά του (Athanasiadis-N) |
- μικρές πτυχές βαλμένες αχτινωτά και στις δύο πλευρές του βραχίονα (Bakalakis) |
- πτυχές που ανοίγουν ~ προς τα κάτω (Despinis) |
- τις πνευματικές εκείνες προεκτάσεις ... που τις επεξέτεινε ~ γύρω από τον πυρήνα του έργου του (Karantonis)
[der of ακτινωτός]
- radially (syn ακτινοειδώς: