Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοσκόπηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοσκόπηση η [aktinoskópisi] Ο33 : η οπτική εξέταση της εσωτερικής κατάστασης του οργανισμού με τη βοήθεια των ακτίνων Ραίντγκεν (X)· (πρβ. ακτινογραφία): ~ θώρακος.

[λόγ. ακτινο- + -σκόπη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. radioscopie (-scopie = -σκόπησις)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοσκόπηση [aktinoskópisi] η, med X-
  • raying, X-ray examination, radioscopy (syn ακτινοσκοπία):
    • ~ του θώρακος

[der of ακτινοσκοπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες