Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινοσκοπώ [aktinoskopó] Ρ10.9α : (ιατρ.) εξετάζω με ακτινοσκόπηση.
[λόγ. ακτινοσκόπ(ησις) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτινοσκοπώ [aktinoskopó] med (L)
- perform radioscopy, examine by X-raying, to X-ray (syn εξετάζω στις ακτίνες χι):
- με πήγαν σε γιατρούς, με ακτινοσκόπησαν, δε βρίσκουν τίποτε (Katsigra)
[der of ακτινοσκόπος]
- perform radioscopy, examine by X-raying, to X-ray (syn εξετάζω στις ακτίνες χι):