Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινολογικός -ή -ό [aktinolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην ακτινολογία: Aκτινολογικές εξετάσεις. Aκτινολογικό εργαστήριο / τμήμα. Aκτινολογικά ευρήματα. || (ως ουσ.) το ακτινολογικό, το ακτινολογικό τμήμα ενός νοσοκομείου.
ακτινολογικώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. ακτινολογ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. radiologique· λόγ. ακτινολογικ(ός) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτινολογικός, -ή, -ό [aktinoloyikós] phys, med
- of or relating to radiology, radiological:
- ακτινολογικές εγκαταστάσεις X-ray machines, i.e. machines using X-rays for filming, fluoroscopy, therapy etc |
- ακτινολογική εξέταση radiological examination |
- ακτινολογικό τμήμα X-ray service |
- ~ έλεγχος |
- βιολογικές ή ακτινολογικές ή μικροβιολογικές έρευνες γίνονται για τη διάγνωση της αρρώστιας (Saratsis)
[der of ακτινολογία]
- of or relating to radiology, radiological: