Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινολογία η [aktinolojía] Ο25 : κλάδος της ιατρικής που μελετά και χρησιμοποιεί για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς τις ιδιότητες των ακτίνων Ραίντγκεν (X).
[λόγ. ακτινο- + -λογία μτφρδ. γαλλ. radiologie (-logie = -λογία)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτινολογία [aktinoloyía] η, phys, med
- study of X-rays, radiology
[der of ακτινολόγος]