Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινοβόληση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοβόληση η [aktinovólisi] Ο33 : η έκθεση σε ακτινοβολία1.

[λόγ. ακτινοβολη- (ακτινοβολώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοβόληση [aktinovólisi] η,
  • exposure of materials to radiation (syn in ακτινοβολία)

[fr MG ακτινοβόλησις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες