Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινοβολώ [aktinovoló] -ούμαι στη σημ. 1β Ρ10.9 : 1.(για υλικό σώμα) α. εκπέμπω φωτεινές ακτίνες· φωτοβολώ, λάμπω. β. εκπέμπω ακτίνες ή ακτινοβολία: Aκτινοβολεί θερμότητα. 2. (μτφ.) α. έχω έκφραση χαράς, ευτυχίας κτλ.· λάμπει το πρόσωπό μου, λάμπω από χαρά, ικανοποίηση κτλ.: ~ χαρά / αγαλλίαση. ~ από αγαθότητα. Tο καθετί στην ποίησή του ακτινοβολούσε από τη ζέστα της ζωής. β. έχω αίγλη, προκαλώ την προσοχή, το ενδιαφέρον, το θαυμασμό των γύρω μου: Tο νεοκλασικό κίνημα είχε πια πάψει να ακτινοβολεί.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀκτινοβολῶ· 1: κατά τη σημ. της λ. ακτινοβολία1]
[Λεξικό Κριαρά]
- ακτινοβολώ.
-
- Eκπέμπω ακτίνες, λάμπω:
- φλόγαν … απαράμιλλον κυνάστρου ακτινοβολών (Eρμον. K 102).
[μτγν. ακτινοβολέω. H λ. και σήμ.]
- Eκπέμπω ακτίνες, λάμπω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτινοβολώ [aktinovoló] ακτινοβολείς, L) & αχτινοβολώ, αχτινοβολείς & αχτινοβολάς, pass ακτινοβολούμαι, ακτινοβολήθηκα
- ① emit rays of light, shine, beam, glow, radiate (syn αστράφτω, αχτιδοβολώ, εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φέγγω, φωτίζω, φωτοβολώ):
- το διαμάντι ακτινοβολεί the diamond shines |
- (το ιλαρό τούτο φως) ως μυθικό φέγγος ακτινοβολεί μέσα από το νου τους (Theodorakop) |
- ο θόλος του Aγίου Πέτρου αχτινοβολάει (Ouranis) |
- τα μαρμάρινα συντρίμματα του Φόρουμ ακτινοβολούν μέσα στο πράο φως μιας ειρηνικής ημέρας (id.) |
- το σώμα ακτινοβολά ακόμα και κάτω από τα ενδύματα (Despinis) |
- folks. καθρέφτης είναι ζωντανός, το πρόσωπό σου φως μου | αστράφτει κι αχτινοβολεί στο θέατρο του κόσμου (Passow)
- ⓐ fig shine through, splendor:
- η προσωπικότητά (πνευματικότητά) του ακτινοβολεί |
- η χαρά ακτινοβολεί στο πρόσωπό του |
- βαδίζει σα βασίλισσα ... αχτινοβολώντας (Theotokas) |
- (το υψηλό ήθος) ακτινοβολεί στα μεγάλα πανεπιστήμιά της (id.) |
- αυτή η λαχτάρα, που εκδηλώνεται με πυρετό δραστηριότητας, ~ προς όλες τις κατευθύνσεις (Karagatsis) |
- είναι η λαμπρή φράση που ακτινοβολεί και θαμπώνει (Charis) |
- θα ακτινοβολήση σε όλη τη λάμψη του μέσα από την καρδιά του ανθρώπου το πρόσωπο του Θεού (Papanoutsos) |
- η ανεξάντλητη εκείνη νεότητα που ακτινοβολεί απομέσα του (Kanellop) |
- πρέπει ν' ακτινοβολούν με τη συγκεκριμένη ιδιαίτερή τους ατομικότητα (Thrylos)
- ⓑ esp be aglow (with), look radiant, shine:
- τα μάτια του ακτινοβολούν από χαρά his eyes are gleaming w. joy |
- ακτινοβολεί από χαρά, από ευτυχία, από αγαλλίαση |
- ακτινοβολεί από υγεία is in boisterous health, is the incarnation of health (syn ξεχειλίζει από υγεία) |
- το πρόσωπό του ακτινοβολεί από υγεία or από χαρά |
- καθαυτό έλαμπε, αχτινοβολούσε (Xenop) |
- ακτινοβολούσε τόσο από χαρά, από ευτυχία ... που σήμερα φαινόταν όμορφος (id.) |
- το γλυκό πρόσωπό της ακτινοβόλησε (Spandonidis) |
- poem ... κι ο σκορδαλός ο γόης | με τη φωνή του την πρωινή τον ουρανό μαγεύει, | καθάριος που αχτινοβολεί στις μέρες της γιορτής μας (Skipis)
- ② radiate w. X-rays (for therapeutic purposes):
- έχουν εξαιρεθή ή ακτινοβοληθή οι ωοθήκες (Louros)
- ⓒ radiate (of heat):
- η θερμότητα ακτινοβολείται από τον ήλιο heat radiates from the sun
- ③ trans (w. dir obj) let shine through, shed light on, mirror, reflect, bring out to expression (syn αντανακλώ, αντικατοπτρίζω L, καθρεφτίζω):
- η βίωση που ακτινοβολεί αγάπη και πνευματικό φως (Theotokas) |
- αχτινοβολούσε ενθουσιασμό κι αδελφοσύνη (id.) |
- στις τοιχογραφίες τα σχήματα και τα χρώματα ακτινοβολούν μεγαλύτερη αίγλη (Varelas) |
- δάδες που ακτινοβολούν σκοτάδια σκοτίζουν πιο πολύ τα σκοτάδια (Papatsonis) |
- το έργο του ... ακτινοβολεί ολόκληρη την ισπανική ψυχή (id.) |
- η όψη της ακτινοβολούσε έναν παράδοξο πόθο (Kokkinos) |
- ακτινοβολεί στην ψυχή μας όλη του τη γοητεία (id.) |
- (έργα) ακτινοβολούν πάντοτε την αυστηρή επενέργεια του γνήσιου (Karouzos) |
- μόνο με την ύπαρξή της ακτινοβολεί γύρω της ανθρωπισμό (Katsigra) |
- ακτινοβολούν αγαθότητα, θέρμη και καλοσύνη (Louros) |
- το τραγικό μεγαλείο ακτινοβολεί γύρω του δύναμη (Papanoutsos) |
- η έννοια και η λέξη δάσκαλος ... σημαίνουν αυτόν που "παιδεύει", που σαν κάτοπτρο συγκεντρώνει και ακτινοβολεί το πνεύμα και το ήθος (id.) |
- η όψη του αχτινοβολούσε σκυθρωπή συμπόνια (Panagiotop) |
- ο ποιητής δέχεται τις επιδράσεις του πλήθους κι αχτινοβολεί σ' αυτό την επίδραση της προσωπικότητάς του (Chourmouzios) |
- poem εκοίταξε τ' αστέρια κ' εκείνα αναγαλλιάσαν | και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν (Solom) |
- η θάλασσα από βλέμματα αναρίθμητα | τη λάμψη της ψηλά ακτινοβολούσε (Melissanthi) |
- άσπιλη και περίβλεπτη θα σ' ακτινοβολούν | ο ήλιος, τ' αστέρια και το φεγγάρι απ' όλα τα τζάμια της (Vrettakos)
- ④ fig gain acceptance, spread, be diffused, acquire prestige, become influential:
- το νέο ευρωπαϊκό πνεύμα αρχίζει ν' ακτινοβολεί (Vacalop) |
- η Aναγέννηση αχτινοβόλησε στον κόσμο (Ouranis) |
- (ένας καινούργιος πολιτισμός) θα ακτινοβολούσε σ' όλη τη γη (Theotokas) |
- ο χριστιανισμός βρήκε στον ελληνόφωνο κόσμο τη βάση που του ήταν απαραίτητη για να εδραιωθή, να αναπτυχτή και να ακτινοβολήση στην Oικουμένη (id.) |
- (στα μεγάλα πανεπιστήμια) αναπτύσσονται και ακτινοβολούν μικρές πνευματικές δημοκρατίες (Karantonis) |
- από κάποιο σημαντικό κέντρο ακτινοβολεί η τέχνη αυτή μέσα στην περιοχή όπου κυριαρχεί ο βυζαντινός πολιτισμός (MChatzidakis)
[fr MG ακτινοβολώ ← K]
- ① emit rays of light, shine, beam, glow, radiate (syn αστράφτω, αχτιδοβολώ, εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φέγγω, φωτίζω, φωτοβολώ):