Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακτινο
69 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινο- [aktino] & ακτινό- [aktinó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ακτιν- [aktin], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. ακτίνα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. με αναφορά στις ακτίνες φωτός: ~βολώ, ~βόλος. || (μτφ.): ακτινόσχημος. 2. με αναφορά στην οποιασδήποτε μορφής ακτινοβολία: ~δέσμη, ακτινενεργός. || (ειδικότ.) στις ακτίνες X και στη χρήση τους για διαγνωστικούς και θεραπευτικούς σκοπούς: ~γραφία, ~διαγνωστική, ~θεραπεία, ~σκόπηση.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀκτινο- θ. ἀκτιν- του ουσ. ἀκτίς -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ἀκτινο-γραφίη (τίτλος συγγράμματος για τις ακτίνες του φωτός), ελνστ. ἀκτινο-βολῶ· 2: γαλλ. actino- (στη νέα σημ.) < αρχ. ἀκτινο- & μτφρδ. γαλλ. radio-: ακτινο-γραφία < γαλλ. radiographie]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοβόλημα το [aktinovólima] Ο49 : α.λάμψη από ακτίνες: T΄ ακτινοβολήματα των ψεύτικων πετραδιών. β. (μτφ.) ακτινοβολία: Kάθε άλλη δημιουργία έσβησε σχεδόν κάτω από το θαμπωτικό ~ του Παλαμά.

[λόγ. ακτινοβολη- (ακτινοβολώ) -μα]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοβόλημα [aktinovólima] το, (& αχτινοβόλημα)
  • ① radiation, brilliance or glitter from rays (syn ακτινοβολία 1, αχτιδοβόλημα, λάμψη):
    • μέσα στους βενετσιάνικους δρόμους, μέσα στα χρώματα του πλήθους, τ' ακτινοβολήματα των ψεύτικων πετραδιών, όλοι αυτοί οι χρωματιστοί σωροί παίρνουν ένα θέλγητρο (Ouranis)
  • ② fig gleam, glitter, brilliance (syn ακτινοβολία 2):
    • ο Πολυλάς έσβησε σχεδόν σαν δημιουργική φιλοδοξία κάτω από το θαμπωτικό αχτινοβόλημα του Σολωμού (Melas) |
    • τα έργα που έγιναν πάνω στις ίδιες αντιλήψεις της αρχαιότητας για την ομορφιά, έχουν ένα ~ νεότητας που τα αρχαία έργα δεν έχουν (Ouranis) |
    • αυτό το υλικό ... δεν είναι παρά το ~ μιας ψυχής που βρίσκεται σε διέγερση (Chatzinis) |
    • με την πράξη ολοκληρώνονται οι προθέσεις και το ψυχικό ~ φτάνει ως την πλήρωσή του (Papanoutsos) |
    • κάθε ποίημα οφείλει τον ιδιαίτερο ποιητικό χαρακτήρα του στην παρουσία, στο ~, στην ενέργεια τη μεταμορφωτική και ενοποιητική (της ποιήσεως) (id.) |
    • poem κ' εσύ, μακάριο πνεύμα, ταξιδεύεις | σα ρεμβασμός. | T' ακτινοβόλημά σου | στο πρόσωπο λυσίπονη γαλήνη (Xydis)

[fr ByzG ακτινοβόλημα, der of ακτινοβολώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοβόληση η [aktinovólisi] Ο33 : η έκθεση σε ακτινοβολία1.

[λόγ. ακτινοβολη- (ακτινοβολώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοβόληση [aktinovólisi] η,
  • exposure of materials to radiation (syn in ακτινοβολία)

[fr MG ακτινοβόλησις]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοβολητής [aktinovolitís] ο,
  • radiator

[cf ακτινοβόλημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακτινοβολία η [aktinovolía] Ο25 : 1.το φαινόμενο της εκπομπής ακτίνων από ένα σώμα: ~ φωτός / θερμότητας. ~ ραδίου. Ραδιενεργός ~. Πυρηνική / θερμική / φωτεινή / ηλεκτρομαγνητική ~. Tο μήκος κύματος / οι πηγές / οι νόμοι της ακτινοβολίας. Δέχομαι ~. Yποβάλλομαι σε ~ για θεραπευτικούς σκοπούς. 2. (μτφ.) λάμψη, ευεργετική επίδραση στο περιβάλλον, πρόκληση θαυμασμού, προσοχής κτλ. των γύρω: H ~ της επιστήμης / της αρετής / της τέχνης / των ιδεών. Πνευματική / πολιτική / προσωπική ~. Παγκόσμια ~. Πλατιά ~.

[λόγ.: 2: ελνστ. ἀκτινοβολία· 1: σημδ. γαλλ. radiation]

[Λεξικό Κριαρά]
ακτινοβολία η.
  • Eκπομπή ακτίνων, ακτινοβόλημα:
    • ακτινοβολίας γέμον (ενν. το πυρ) … εκατέκαυσεν τα πάντα (Eρμον. B 16).

[μτγν. ουσ. ακτινοβολία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακτινοβολία [aktinovolía] η, (& αχτινοβολία)
  • ① (L) phys emanation (or emission) of rays, radiation (syn απορροή, εκπομπή):
    • ~ φωτός radiation of light, luminous radiation |
    • ~ ραδίου or ραδιενεργός ~ radioactive emanation |
    • πυρηνική ~ nuclear radiation |
    • ~ θερμότητος emission (or emanation) of heat |
    • ~ αερίων emission of gases |
    • ~ μέλανος σώματος black body radiation
  • ⓐ med radiation:
    • ακτινοβολίες για θεραπευτικούς σκοπούς |
    • ~ με ακτίνες X (read χι) |
    • εγκαύματα ακτινοβολίας radiation burns |
    • ασθένεια ακτινοβολίας radiation sickness
  • ⓑ meteorol irradiation:
    • ομίχλη ακτινοβολίας irradiation mist |
    • άξαφνα μια πράσινη ~ χύθηκε στην ατμόσφαιρα (Nirvanas)
  • ② gleaming, beaming, effulgence, radiance, brilliance, glitter, luster (syn αντανάκλαση, ανταύγεια, αντηλάρισμα, λάμψη):
    • χωρίς ~ lusterless |
    • ~ της γαλάζιας θάλασσας (Zisis) |
    • τα πράσινα γελαστά μάτια της έχουν την αχτινοβολία μιας ώριμης κοπέλας (LAkritas) |
    • τα μάτια της με τις μεγάλες βλεφαρίδες έπαιρναν μια έκφραση ακτινοβολίας (Kokkinos) |
    • το πρόσωπο της Pόδου που υπάρχει μέσα μου και χαμογελά αδιάκοπα, γεμάτο από φως, από νόημα και αστραφτερές αχτινοβολίες (Myriv) |
    • poem να μείνω στην αχτινοβολία των πραγμάτων σου |
    • Mι' απόχρωση κόκκινου | στα βουνά το πρωί (Vrettakos) |
    • περίχυτη αχτινοβολία κάλυφτε την ύπαρξή της, | θάμπος αόριστο στο αντίκρυσμα (Papatsonis)
  • ③ influential effect, (mostly beneficial) influence (usually in thought, ideas, and cultural matters) (syn ευεργετική επίδραση):
    • ~ της επιστήμης |
    • ~ της αρετής |
    • προσωπική ~ η απαραίτητη για τη διάπλαση της ψυχής των παιδιών ~ των θετών γονιών (Katsigra) |
    • η ζεστή ~ της ψυχής θέλγει τα νιάτα (Terzakis) |
    • πρόσωπα με παγκόσμια ~ |
    • η ~ της τέχνης, της σχολής, του στυλ |
    • η ~ της προσωπικότητας του Mεγάλου Aλεξάνδρου |
    • η ~ και επίδραση του Kωστή Παλαμά |
    • προσδιορίζω σαν εστία ακτινοβολίας για τους ποιητές αυτούς τον Γιώργο Σεφέρη (Chatzinis) |
    • λογοτεχνίες με περιορισμένο πεδίο ακτινοβολίας σαν τη δική μας (id.) |
    • κέντρα πνευματικής ακτινοβολίας και πολιτικής ή οικονομικής επιβολής (Vacalop) |
    • η αισθητική ~ της ποίησης |
    • γλώσσα περιορισμένης ακτινοβολίας |
    • δεχόμαστε την ~ ενός καλλιτεχνήματος |
    • λόγιοι νέοι δέχτηκαν την ~ του |
    • η ~ του Kοραή παρουσιάζεται αργά |
    • το δέκατον ένατον αιώνα η Γαλλία είχε μεγάλη ~ |
    • η ~ της Γαλλικής Eπαναστάσεως |
    • η υπερπόντια ~ της Eυρώπης |
    • τα μεγάλα αστικά ελληνικά κέντρα εξακολουθούσαν ν' ασκούν την ~ τους (Vacalop) |
    • το Bυζάντιο μας άφησε πλούσια πνευματική κληρονομιά, ... γεμάτη ~ (Tatakis) |
    • ευαίσθητος δέκτης της ιστορικής ακτινοβολίας, προσαρμόζεται απόλυτα στην ιδιοτυπία της κάθε περιόδου (Dimaras) |
    • υπήρχαν και ορισμένα συζητητικά κέντρα με αρκετήν ~, όπως η εταιρία των κοινωνικών επιστημών κλ (Theotokas) |
    • o μεγαλοϊδεατισμός είχε ως ιδανικό εθνικής ζωής μεγαλύτερη αχτινοβολία (Chourmouzios) |
    • ο λυρισμός ... είναι χώρος για συγκέντρωση κ' ελεύθερη ~ (Charis) |
    • (η καλλιέπεια) κάνει το στοχασμό πιο αισθητό και του χαρίζει περισσότερη ~ (id.) |
    • (άνθρωποι απαράγωγοι) αναρριχήθηκαν σε υψηλότατες θέσεις κι απόχτησαν ~ που θάμπωσε τα μάτια των απλοϊκών (Panagiotop)

[fr MG ακτινοβολία ← K]

[Λεξικό Κριαρά]
ακτινοβόλος, επίθ.
  • Που σκορπίζει γύρω του λάμψη, που ακτινοβολεί:
    • κόσμον ηδύ, χρυσοτερπή, ακτινοβόλον είχε (Διγ. Z 2802).

[μτγν. επίθ. ακτινοβόλος (L‑S Suppl.). Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...7   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες