Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτινενέργεια η [aktinenérjia] Ο27 : (φυσ.) η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων (των ακτινενεργών) να ακτινοβολούν ενέργεια· ραδιενέργεια.
[λόγ. ακτιν(ο)- + ενέργεια μτφρδ. γαλλ. radio-activité]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτινενέργεια [aktinenéryia] η, phys
- radioactivity (syn ραδιενέργεια)
[cpd w. ενέργεια]