Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτιβιστής ο [aktivistís] Ο7 θηλ. ακτιβίστρια [aktivístria] Ο27 : που δέχεται, που υποστηρίζει τον ακτιβισμό: Οι ακτιβιστές υποστηρίζουν ότι η πραγματικότητα είναι ανεξάρτητη από την εμπειρία μας γι΄ αυτή.
[λόγ. < γαλλ. activiste (-iste = -ιστής)· λόγ. ακτιβισ(τής) -τρια]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτιβιστής [aktivistís] ο, polit
- activist:
- οι ακτιβιστές ιδιαίτερα κι όσο δε συμπαθούν τον ιντελλεκτουαλισμό, οι πραγματιστές στην πρώτη γραμμή, τον πολέμησαν (sc τον singularismus) σα νοητικό κατασκεύασμα (Theodoridis)
[fr Fr activiste]
- activist: