Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτιβισμός ο [aktivizmós] Ο17 : α.φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι η ουσία του ανθρώπου εκδηλώνεται με την πρακτική ενέργεια: Ο ~, μαζί με τον πραγματισμό, θεωρεί την αλήθεια ζήτημα ζωής και δράσης παρά ζήτημα νόησης. β. ως χαρακτηρισμός κάθε πολιτικής συμπεριφοράς που δίνει υπέρμετρη σημασία στη δράση και μειώνει τη σημασία της θεωρητικής θεμελίωσης κάθε δραστηριότητας: Kατηγορεί την ηγεσία του κόμματός του για ακτιβισμό.
[λόγ. < γαλλ. activisme (-isme = -ισμός)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτιβισμός [aktivizmós] ο, polit
- activism:
- αρνητικός ~ |
- πεσιμιστικός ~ |
- ~ είναι φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει ότι η ουσία του ανθρώπου εκδηλώνεται με την πρακτική ενέργεια κλ (LSakellariou)
[fr Fr activisme ← L activismus]
- activism: