Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακτήμονας ο [aktímonas] Ο5 : ο γεωργός που δεν έχει στην ιδιοκτησία του καλλιεργήσιμη γη. ANT κτηματίας: H εξέγερση των ακτημόνων. || (ως επίθ.): H κρατική γη μοιράστηκε σε ακτήμονες καλλιεργητές.
[λόγ. < αρχ. ἀκτήμων, αιτ. -ονα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτήμονας1 [aktímonas] ο, (& L ακτήμων)
- landless person, indigent individual (ant ο κατέχων, κτηματίας):
- διανομή γαιών και αποκατάσταση ακτημόνων |
- η άδικη νοοτροπία, που υπήρχε πριν στους κατέχοντες, υπάρχει τώρα στους τέως ακτήμονες και τώρα κατέχοντες (Theodorakop)
[fr ακτήμονας2]
- landless person, indigent individual (ant ο κατέχων, κτηματίας):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακτήμονας2 [aktímonas] m adj (& L ακτήμων mf & rarely αχτήμονας)
- possessing no land property, landless, lackland, propertyless, indigent (ant κατέχων):
- ακτήμων οφειλέτης του δημοσίου (L) debtor to the state and possessing no real estate |
- ακτήμονες καλλιεργητές cultivators of others' land for rent in kind or money (syn κολλήγος) |
- ακτήμονες μικροί κτηνοτρόφοι |
- θα δουλέψουν οι αχτήμονες χωρικοί (Nikolaidis) |
- χωρίζεται ο πληθυσμός ... στους ευγενείς που έχουν τη γης και στους ακτήμονες σκλάβους - γεωργούς ή τεχνίτες (Kazantz) |
- οι Pουμάνοι είχαν την επανάσταση των ακτημόνων αγροτών, που κατεπνίγη στο αίμα (Melas) |
- ήμασταν χιλιάδες άνθρωποι ... ακτήμονες ολότελα (Theotokas) |
- του έχω εμπιστοσύνη, αποκρίθηκε, όσο είναι ~ (id.) |
- ξέρεις τι θα πη να είσαι άφραγκος και ακτήμων; (NKampanis)
[fr K, PatrG ἀκτήμων ← AG]
- possessing no land property, landless, lackland, propertyless, indigent (ant κατέχων):