Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρότητα η [akrótita] Ο28 : α.πράξη, ενέργεια ή λόγος που ξεπερνά κάθε επιτρεπτό ή ανεκτό όριο: Δογματικές / ηθικές / πουριτανικές / γλωσσικές / ιδεολογικές ακρότητες. Οι ακρότητες της πρώτης επαναστατικής περιόδου ήταν αναπόφευκτες. Kατά τη διαδήλωση σημειώθηκαν επεισόδια και ακρότητες. Kαι ο πιο νηφάλιος στοχαστής μπορεί να φτάσει κάποτε σε ακρότητες. β. η ιδιότητα εκείνου που φτάνει στα άκρα, του ακραίου: H ~ του μηδενισμού.
[λόγ.: α: αρχ. ἀκρότης, αιτ. -ητα `το ανώτατο σημείο΄· β: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρότητα [akrótita] η, (& rare L ακρότης) (L)
- ① rare outlying part, limb, extremity (syn άκρο 1c):
- το πέλμα, τα νύχια των χεριών και το κεφάλι, οι τρεις αυτές ακρότητες πολεμούν αλύπητα την ιδέα της φύσεως (Papantoniou)
- ② utmost or extreme limit or degree, extremity, excess (syn τα άκρα, υπέρτατο όριο, υπερβολή, ant (L) μεσότητα):
- πολλές or κάθε λογής or ποικίλες ακρότητες |
- δεν του αρέσουν οι ακρότητες και οι βιαιότητες |
- αντιμετωπίζει τις ακρότητες, έφτασε σε ακρότητες |
- βρίσκεται σε αντίθεση με κάθε ~ |
- τον εξωθεί σε ακρότητες drives him to extremities |
- ωθεί τα πράγματα σε ακρότητες carries things to excess, too far |
- κρατεί αυτόνομη την προσωπικότητά του έναντι της ακρότητας κάθε ιδεολογίας |
- κυνηγούσε τις ρεαλιστικές ακρότητες |
- πέφτει or πηγαινοέρχεται από τη μιαν ~ στην άλλη |
- οι ακρότητες έχουν αμβλυνθή |
- η ~ του σκληρού ασκητισμού |
- δογματικές, ηθικές, μεθοδικές, πουριτανικές ακρότητες |
- γλωσσικές ακρότητες |
- κακός είναι ο ατομικισμός, η ~ (Theodorakop) |
- ο μηδενισμός αποτελεί ~ (id.) |
- ακρότητες στα όρια του υπερβατικού, του μυστικισμού (Dimaras) |
- ο Mελάς χτύπησε τις (μοιραίες άλλωστε) ακρότητες της πρώτης επαναστατικής εποχής (Athanasiadis-N) |
- και η μία και η άλλη θέση είναι αδύνατη, γιατί η καθεμία με την ακρότητά της αίρει τον εαυτό της (id.)
- ③ extreme act, excessive action (syn εξτρεμιστική ενέργεια, υπερβολική πράξη):
- η ενέργειά του ήταν καθαρή ~ |
- κατά τη διαδήλωση εσημειώθησαν επεισόδια και ακρότητες |
- οι ~ τού στοίχισαν ακριβά |
- φροντίδα για να μην πληγωθή τ' αφτί μας με μια γλωσσική ~ (Charis) |
- (ο Παλαμάς) πολέμησε με την ~ την ~ (Chourmouzios) |
- το Δίωνα εγώ εύκολα θα τον κρατούσα από τις ακρότητες (Theodorakop transl of Plato's 7th epistle)
[fr K, PatrG ← AG ἀκρότης]
- ① rare outlying part, limb, extremity (syn άκρο 1c):