Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρότατο [akrótato] το, (& L ακρότατον)
- ① math extreme, extremum:
- ~ συναρτήσεως extreme of a function
- ⓐ η δημιουργία λόγου καλού αρχίζει απ' την ως το ~ σωστή και πάμπλουτη ευαισθησία του πλάστη, του ποιητή (RApostolidis)
- ② τα ακρότατα, the extreme points or confines, the extremes (cf άκρη 4):
- τα ~ του διαστήματος the utmost confines of space |
- πήγε κ' ήρθε ο σπασμός ως τα ~ των νεύρων της (Myriv) |
- η σκέψη των Πατέρων φέρεται αλήθεια πάντοτε προς τα άνω και τα ακρότατα (Tatakis)
[the S n ακρότατον substantiv.]
- ① math extreme, extremum: