Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρόπρωρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρόπρωρο το [akróproro] & ακρόπλωρο το [akróploro] Ο41 : γλυπτή διακοσμητική παράσταση στην πλώρη των παλαιών (ιστιοφόρων) πλοίων· φιγούρα, η γοργόνα της πλώρης, μάσκα, ακροστόλιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρόπρῳρον `άκρη της πλώρης΄· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αρχ. πρῷρα > πλώρη]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόπρωρο [akróproro] (& ακρόπλωρο) το, shipb, naut
  • figurehead, i.e. carved decorative image of person or animal, on the prow of the vessel as its emblem (syn φιγούρα της πλώρης, ακροφιγούρα, ακροφίγουρο, ακροστόλι):
    • επιβλητική παρουσία της ξυλογλυπτικής τα μεγάλα σκαλιστά ακρόπρωρα που στόλιζαν την πλώρη των ξύλινων ιστιοφόρων (KMakris) |
    • μια ζωντανή και ωραία προτομή της, ~ της φρεγάτας "Aμαλία" (Papantoniou) |
    • ένα ~, γοργόνα πελώρια (Venezis) |
    • το ~ της γαλέρας "Iουδήθ" του Mάρκου Σιγούρου με το ξίφος του, που επολέμησε στη ναυμαχία της Nαυπάκτου (Floros) |
    • poem κι ο αλαφοφάνταχτος στο ακρόπλωρο καβάλα ξεφωνίζει (Kazantz Od 5.89)

[fr K ἀκρόπρωρον 'end of a ship's prow, head of a ship']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες