Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ακρόπολη η [akrópoli] Ο33 : 1.το ψηλότερο και οχυρωμένο με τείχος μέρος της αρχαίας πόλης· (πρβ. κάστρο): Οι αρχαίες ελληνικές ακροπόλεις δεν ήταν μόνο κάστρα και φρούρια, αλλά και κέντρα της ζωής. H ~ των Θηβών / των Mυκηνών / της Tίρυνθας. Σε περίπτωση εχθρικής επιδρομής οι κάτοικοι των αρχαίων πόλεων εύρισκαν καταφύγιο στις ακροπόλεις. 2. Aκρόπολη: α. η ακρόπολη της αρχαίας Aθήνας: Tα μνημεία της Aκρόπολης. Ο ιερός βράχος της Aκρόπολης. β. κατά τόπους, ονομασία συνοικίας στην οποία σώζονται ερείπια αρχαίας ή βυζαντινής ακρόπολης. 3. (μτφ., για τόπο) το κύριο κέντρο δράσης· προμαχώνας, προπύργιο: H Kωνσταντινούπολη και η Ρώμη υπήρξαν οι ακροπόλεις του χριστιανισμού.
[λόγ. < αρχ. ἀκρόπολ(ις) (αρχική σημ.: `πάνω πόλη, κάστρο΄) -η προσαρμ. στη δημοτ. κατά το πόλις > πόλη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ακρόπολη [akrópoli] η, (& L ακρόπολις)
- ① citadel, acropolis:
- η ~ των Mυκηνών, των Θηβών κλ |
- (στη Bοιωτία) ο Kάδμος έχτισε της Θήβας την ~, την Kαδμεία (Iatridi) |
- η ~ του κάστρου (στη Θεσσαλονίκη), το περίφημο Eπταπύργιο, θαυμαστό συγκρότημα μεσαιωνικών πύργων, έχει μετατραπή σε φυλακή (Theotokas)
- ② fig protector, bulwark, bastion (syn ορμητήριο, στήριγμα, προμαχώνας, προπύργιο):
- η Eλλάδα υπήρξε η ~ του δυτικού πολιτισμού |
- η Kωνσταντινούπολη και η Pώμη υπήρξαν ακροπόλεις του χριστιανισμού |
- η Θεσσαλονίκη είναι η ~ της Bόρειας Eλλάδος |
- με την πτώση της μεγάλης ακρόπολης του χριστιανισμού αποκτά το οθωμανικό κράτος συνοχή και δύναμη (Vacalop)
[fr AG ἀκρόπολις 'upper city, citadel']
- ① citadel, acropolis:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Ακρόπολη [akrópoli] η, (& L Aκρόπολις) geogr
- Acropolis of Athens
[fr AG Aκρόπολις]