Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ακρόλιθος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ακρόλιθος -η -ο [akróliθos] Ε5 : (αρχαιολ.) για άγαλμα με κορμό από ξύλο ή άλλο φτηνό υλικό και άκρα και κεφαλή από μάρμαρο, ελεφαντόδοντο ή άλλο ακριβότερο υλικό: Aκρόλιθο ξόανο. Aκρόλιθα αγάλματα. || (ως ουσ.) το ακρόλιθο.

[λόγ. < ελνστ. ἀκρόλιθος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόλιθος1 [akróliθos] ο, build.
  • cornerstone (syn in αγκωνάρι)

[cpd of άκρος λίθος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ακρόλιθος2, -η, -ο [akróliθos]
  • of statues, w. ends (head, arms and legs) made of stone (marble), the rest made of wood, acrolith:
    • ακρόλιθα αγάλματα |
    • πρόσωπο από ακρόλιθο άγαλμα θεάς (Karouzou)

[fr AG ἀκρόλιθος, cpd of ἄκρον & λίθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες